Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

Συνε΄ντευξη του Οδυσσέα Ιωάννου (εφημερίδα "Πυξίδα" - Μάιος 2008)


Συνέντευξη στον Αντώνη Περιβολάκη

(Η συνέντευξη πάρθηκε όταν ο Οδυσσέας Ιωάννου ήταν ακόμα διευθυντής του Μελωδία FM. Έφυγε από αυτή τη θέση τον Αύγουστο του 2010.)

Πυξίδα: Πες μας λίγο την ιστορία σου στο χωρο του τραγουδιου

Οδυσσέας Ιωάννου Η ιστορία ξεκινά από τα παιδικά μου χρόνια που , ειδικά τη νύχτα. Άκουγα φανατικά πάρα πολλές ώρες το Δεύτερο Πρόγραμμα. Μάλιστα άκουγα στο κρεββάτι κρυφά κάτω από τις κουβέρτες με ένα μικρό ραδιοφωνάκι. Δεν είχα σκοπό να κάνω ποτέ ραδιόφωνο, ούτε είχα σκοπό να γράψω ποτέ τραγούδια. Αγαπούσα το ελληνικό τραγούδι πάρα πολύ αλλά εξίσου αγαπούσα και το ραδιόφωνο. Είναι κάτι που συνηθίζω να λέω ότι για να κάνεις μουσική εκπομπή δεν αρκεί να αγαπάς το τραγούδι, πρέπει εξίσου να αγαπάς και το μέσο που λέγεται ραδιόφωνο. Το μέσο αυτό έχει κάποιους πολύ συγκεκριμένους κώδικες που οφείλεις να τους σεβαστείς και να κοιτάξεις να εξελίξεις ο,τι μπορείς. Έγιναν λοιπόν , όλα, εντελώς τυχαία. Έκανε ένα διαγωνισμό για νέους υποψήφιους συντάκτες το περιοδικό Μουσική το 1986, ήμουνα πρωτοετής τότε στην ΑΣΟΕΕ, μόλις 18 χρονών. Ο διαγωνισμός αφορούσε πολλές κατηγορίες όπως ξένο τραγούδι, ελληνικό τραγούδι κλπ. Έστειλα ένα κείμενο τότε για το ελληνικό τραγούδι και το κείμενο βγήκε πρώτο. Το βραβείο ήταν να ξεκινήσω να γράφω στο περιοδικό, συνεντεύξεις, κριτικές και τέτοια. Ξεκίνησα να γράφω λοιπόν το ’86 και μια χρονιά αργότερα μπήκα στο Ριζοσπάστη όπου ανέλαβα τη σελίδα του ελληνικού τραγουδιού. Παράλληλα σε συνεργασία με τον Στάθη Σταυρόπουλο (τον γνωστό δημοσιογράφο και σκιτσογράφο Στάθη) αναλάβαμε μια σελίδα στον Κυριακάτικο Ριζασπάστη όπου εγώ έγραφα ένα κείμενο για το ελληνικό τραγούδι και ο Στάθης το εικονογραφούσε. Το 1989 έγινε ο 90,2 Αριστερά στα FM ο οποίος στελεχώθηκε από 15 ανθρώπους του Ριζοσπάστη όπως ο Δημήτρης ο Δανίκας, ο Νίκος ο Χουλιάρας και διάφοροι άλλοι. Μου ζητήθηκε, λοιπόν ,να δοκιμάσω να κάνω μις εκπομπή ενώ συνέχισα παράλληλα στο Ριζοσπάστη για 2-3 ακόμα χρόνια. Μου πρότειναν μια εκπομπή για το ελληνικό τραγούδι, κάθε μέρα στις 8. Μάλιστα την εκπομπή μου την πρότεινε ο Δημήτρης ο Δανίκας στον οποίο χρωστάω την ένταξή μου και στον Ριζοσπάστη αλλά και στον 902. Δεν θα ξεχάσω πως ο Δανίκας μου είπε τότε «θα σου δώσω, μικρέ, μια εκπομπή επειδή σε γουστάρω. Αλλά επειδή εσύ δεν θα κάνεις ποτέ σου ραδιόφωνο (!) μιας και είσαι … ταχύγλωσσος, μην στενοχωρηθείς όταν μετά από 2 εβδομάδες σε σταματήσω. Απλά σου ανοίγω μια πόρτα για να μη λες ότι δεν σου ανοίχτηκαν οι πόρτες…» Του είπα «εντάξει, άνοιξέ μου εσύ την πόρτα και βλέπουμε». Και από τότε μέχρι σήμερα έχω κλείσει ακριβώς 19 χρόνια κάθε μέρα την ίδια ώρα. Στον 902 έμεινα μέχρι το καλοκαίρι του ’91 που έγινε η διάσπαση του ΚΚΕ. Τον Σεπτέμβρη του 1991 ξεκινάει ο Μελώδία που δημιουργήθηκε από αποχωρήσαντες παραγωγούς του 902 και από παραγωγούς του ΣΚΑΪ. Τέλος, το ’91 ή το ’92, γράφω το πρώτο μου τραγούδι, πάλι με προτροπή άλλου, δηλαδή του Διονύση του Τσακνή. Ήταν το "Ζεϊμπέκικο της Πατησίων", ένα τραγούδι για ένα δρόμο αναφοράς στη ζωή μου. Εκεί μεγάλωσα, εκεί κοντά ήταν το σχολείο μου, εκεί ήταν και το Πανεπιστήμιό μου. Όλα γινόντουσαν μεταξύ Πατησίων και Αχαρνών. Ήταν ένα τραγούδι που το τραγούδησε η Βούλα Σαβίδη. Είχα δώσει άλλα δύο τραγούδια στον Διονύση για εκείνον το δίσκο. Αυτό ήταν: είχε γίνει η αρχή. Έτσι γράφω και σήμερα τα τραγούδια. Ποτέ δεν γράφω πολλά. Δεν έχω δισκογραφήσει ποτέ πάνω από 5 μέσα σε ένα χρόνο με εξαίρεση το 1999 στο δίσκο με τον Θάνο Μικρούτσικο και τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου που κάναμε τη «Θάλασσα στη Σκάλα». Γενικά, δεν γράφω τραγούδια παρά μόνο μετά από παραγγελία. Δεν έχω τίποτα στο συρτάρι μου. Μαζεύω πράγματα από γύρω μου αλλά ποτέ δεν γράφω ένα τραγούδι για να το γράψω και μόνο, δηλαδή για πάρτη μου. Αντιθέτως, γράφω πολλά πεζά, πολλά κείμενα.

Πότε έγινες διευθυντής του Μελωδία;
Διευθυντής έγινα στο τέλος του 2000.

Ποια θεωρείς ότι είναι η πιο σημαντική σου συνέντευξη;
Ναι, δεν έχω μία, αλλά σαφώς έχω στο μυαλό μου ότι έχω κάτσει αρκετά 5ωρα στο πάνω δωματιάκι στο σπίτι του Μίκη Θεοδωράκη απέναντι από την Ακρόπολη και έχουμε κάνει πάρα πολλές συζητήσεις – συνεντεύξεις είτε για τον 902 είτε για τον Μελωδία. Δηλαδή θυμάμαι πως είχαμε καθίσει 5-6 απογεύματα και μου μιλούσε, σηκωνόταν έπαιζε κάτι στο πιάνο, μετά συνεχίζαμε την κουβέντα… Και άφηνα όλες αυτές τις ώρες το μαγνητοφωνάκι ανοιχτό και μετά μοντάραμε στο στούντιο για να μεταδώσουμε ένα μέρος του υλικού. Αυτές λοιπόν τις συζητήσεις τις θεωρώ πολύ σημαντικές γιατί ανάμεσα στα άλλα τον λατρεύω, ως δημιουργό, τον Μίκη. Από εκεί και πέρα έκανα συνεντεύξεις με όλους όσους από τους ζώντες, θα ήθελα να κάνω. Δεν έχω κανένα απωθημένο. Σαφώς θα ήθελα να είχα κάνει με τον Λοΐζο και τον Χατζιδάκι αλλά δεν τους πρόλαβα… Μοναδικό απωθημένο έχω δύο ηθοποιούς: τον Θανάση Βέγγο και τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Για τον πρώτο έχω περιθώριο ακόμα για τον Ηλιόπουλο προφανώς όχι. Ήθελα πάρα πολύ με αυτούς τους δύο ηθοποιούς και δεν κατάλαβα γιατί τόσα χρόνια δεν το έκανα.

Εγώ, για να πω την αλήθεια, περίμενα να μου αναφέρεις στις σημαντικότερες συνεντεύξεις και αυτήν με τον Νικόλα Άσιμο. Μια συνέντευξη που και ο ίδιος ο Άσιμος την θεωρούσε ως την πιο ολοκληρωμένη συνέντευξη που έχει δώσει.
Α, ναι! Την είχα ξεχάσει αυτή. Κοίταξε να δεις, αυτή η συνέντευξη ήταν η τελευταία της ζωής του. Τη θεωρούσε σημαντική και ο ίδιος επειδή δεν του έκοψα τίποτα. Μάλιστα, είχε βγει στην πλατεία Εξαρχείων και καλούσε τον κόσμο να αγοράσει το περιοδικό Μουσική επειδή σε αυτήν δεν του είχαμε λογοκρίνει ούτε λέξη. Τώρα για να πούμε την αλήθεια, ο λόγος για τον οποίο δεν σου την ανέφερα από την αρχή την συνέντευξη αυτή, είναι επειδή θεωρώ πως ο Άσιμος είναι λίγο … υπερτιμημένος. Ας μην γελιόμαστε, μιλάμε για έναν πολύ ευαίσθητο άνθρωπο ο οποίος έχει γράψει πέντε, στην κυριολεξία τραγουδάρες, δέκα σημαντικά τραγούδια και πολλά αδιάφορα. Δηλαδή ο Νικόλας απέκτησε και έχει ακόμα μια φήμη που δεν έχει να κάνει τόσο με τη δουλειά του αυτή.

Νομίζω ότι είναι περισσότερο η συνολική του στάση, σωστά;
Ναι, σωστά. Για μένα, πάντως αυτή η συνέντευξη ήταν κάτι τυχαίο. Μόλις είχε βγει ο δίσκος «Χαιρετίσματα» του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, ήμουνα πιτσιρικάς, και το περιοδικό με είχε στείλει να πάρω μια συνέντευξη από τον Άσιμο μιας και ο δίσκος περιείχε και δικά του τραγούδια. Σαφώς θυμάμαι, επίσης, πολύ ωραίες στιγμές με τον Παύλο Σιδηρόπουλο που τον ήξερα από τα 18 μου χρόνια και πηγαίναμε μαζί στο Rodeo και κουβεντιάζαμε. Θυμάμαι, λοιπόν την μέρα που πέθανε ο Σιδηρόπουλος 6 Νοέμβρη του 1990 και εγώ ήμουνα στον 902 και έκανα εκπομπή αφιέρωμα στον Σιδηρόπουλο. Θυμάμαι πως έκανα την εκπομπή και με παίρνουν στο τηλέφωνο από τη γραμματεία του σταθμού και μου λένε πως με ζητάνε από το σπίτι του Σιδηρόπουλου. Εκείνη την ώρα μου κόβονται τα πόδια γιατί νόμισα πως έχω κάνει κάτι κακό. Αναρωτήθηκα εκείνη την ώρα μήπως είπα κάτι άκομψο, μήπως είπα κάτι κακό, κάτι που τους ενόχλησε… Ήταν λοιπόν στο τηλέφωνο η αδελφή του Παύλου και μου λέει «είμαστε εδώ … δίπλα στη σωρό του Παύλου … και ακούμε την εκπομπή…» Καταλαβαίνεις … ότι με πολύ ζόρι συνέχισα την εκπομπή μετά από αυτό, μου είχαν κοπεί τα πόδια από την ταραχή και τη συγκίνηση. Δεν θα ξεχάσω επίσης ότι την ώρα που έκανα εγώ εκπομπή μαθαίνω για το θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι. Κι εκείνη τη ώρα μπορεί να σε πιάνει μια επαγγελματική διαστροφή να το διασταυρώσεις, μην τυχόν και γίνει κανένα λάθος και … πεθάνεις τον Χατζιδάκι πριν την ώρα του και μετά πρέπει να αφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο να πεις πέντε πράγματα που να μην είναι ούτε μπαρούφες, είσαι στον αέρα, εξάλλου ούτε να είναι ανακριβή. Θυμάσια πολλά πράγματα για αυτόν, πότε γεννήθκε, που γεννήθηκε κ.λ.π. που όμως είναι πράγματα βιογραφικά. Στα 15 λεπτά που απομένουν για τη εκπομπή πρέπει να πεις κάτι για τον Χατζιδάκι που μόλις πέθανε. Και είσαι μόνος σου στον αέρα, κανείς άλλος. Καταλαβαίνεις ότι αυτές είναι δύσκολες στιγμές. Νομίζω ότι είναι από τις δυσκολότερες στιγμές που έχω ζήσει «στον αέρα».

Πες μου μερικές πολύ ωραίες στιγμές που έχεις ζήσει «στον αέρα» .
Κοίτα είναι εκπομπές που δεν έχουν να κάνουν άμεσα με το ελληνικό τραγούδι. Θυμάμαι, ας πούμε, εκπομπές με καλεσμένους από ομάδες απεξάρτησης. Πολύ ωραίες εκπομπές. Δηλαδή περισσότερο θυμάμαι εκπομπές που κατά κάποιο τρόπο τις θεωρώ «προίκα» μου και που δεν περίμενα ότι θα τις έκανα εγώ. Το αν φέρεις κάποιον του ελληνικού τραγουδιού είναι προβλέψιμο, αλλά το να φέρνεις, ας πούμε, σαράντα άτομα από μια τάξη του Μουσικού Γυμνασίου Παλλήνης είναι εμπειρία και γεγονός μαζί. Έμπαιναν ανά τρεις μέσα, με τα ούτια τους, με τους τζουράδες τους παίζανε τραγούδια και φεύγανε. Μια άλλη σημαντική εκπομπή ήτανε με τον Θάνο Μοκρούτσικο που ψάχναμε 40 ακροατές του Μελωδία για να φτιάξουμε ένα CD με απαγγελίες ποιημάτων του Καρυωτάκη. Και παρέλασαν τότε διακόσια άτομα περίπου και καταλήξαμε σε σαράντα που έκαναν τελικά αυτές τις απαγγελίες σε μουσικές συνθέσεις που έκαναν γνωστοί φίλοι μουσικοί.

Οι στίχοι σου είναι βιωματικοί;

Κοίτα, σε αυτήν την ερώτηση, την οποία παρεμπιπτόντως, την κάνω συχνά κι εγω σε καλλιτέχνες, δεν μπορώ να απαντήσω διότι νομίζω ότι δεν έχει νόημα.

Θυμάμαι το στίχο «μετράει το ύψος του που πόντο – πόντο χάνει» στο τραγούδι «μικρές νοθείες».. Αυτό δεν είναι βιωματικό;
Κοίτα, αυτό το τραγούδι είναι γραμμένο για τον Άλκη Αλκαίο που έχει μια ασθένεια σαν αυτή που ταλαιπωρεί τον αστροφυσικό Stephen Hawking. Μαζεύει χρόνο με το χρόνο, μαζεύει, μαζεύει… Το συγκεκριμένο τραγούδι ξεκίνησε να γράφεται χωρίς να έχω κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου αλλά συνειδητοποίησα ότι ταιριάζει απόλυτα στον Άλκη Αλκαίο και του το χάρισα. Και αυτό ήρθε ως αντίδωρο σε ένα τραγούδι που είχε γράψει αυτός για μένα το 1996 στο δίσκο «Στου αιώνα την Παράγκα», ήταν το τραγούδι «για μια Ντολόρες». Θυμάμαι ότι μου το ανακοίνωσαν αυτό όσο ήμουν φαντάρος στη Λάρισα στη σκοπιά, μάλιστα σε μια περίοδο που δεν ήμουν και στα καλύτερα μου. Αυτή του η κίνησε με έκανε να αναθαρρήσω. Έγραψα, λοιπόν, αυτόν το στίχο για έναν άνθρωπο που στην ουσία, ό,τι έχει γράψει, το έχει ονειρευτεί, και λίγα πράγματα έχει ζήσει. Αλλά τα έχει ονειρευτεί με έναν τέτοιο τρόπο σαν να τα έχει ζήσει, δηλαδή δεν είναι ψεύτικα.

Νομίζω πως τα περισσότερα τραγούδια σου έχουν μια κοινή θεματική. Μοιάζουν σαν να λες πως ζεις σε ένα όνειρο που σβήνει. Είναι έτσι;

Θα μπορούσε να είναι έτσι μιας και δεν είμαι και ιδιαίτερα αισιόδοξος άνθρωπος. Θεωρώ πως ο αισιόδοξος και ο απαισιόδοξος βλέπουν ο καθένας και λένε τη μισή αλήθεια. Και οι δύο έχουν δίκιο, κανείς δεν είναι ψεύτης. Δηλαδή αν αναλογιστείς ότι η κοινή μοίρα όλων μας είναι να μεγαλώσουμε, να πονέσουμε, να αρρωστήσουμε, να κηδέψουμε τους γονείς μας, να κηδέψουμε φίλους να γεράσουμε και να πεθάνουμε, δεν καταλαβαίνω τη φράση «για το μέλλον είμαι αισιόδοξος». Το κλειδί είναι να κάνουμε τώρα ο,τι μπορούμε κι ας ξέρουμε όλοι οι άνθρωποι το προδιαγεγραμμένο (μαύρο) μέλλον μας. Με αυτήν την έννοια, αφού δημιουργώ καθημερινά και κάνω πράγματα θα μπορούσε κάποιος να με πει αισιόδοξο. Για το μέλλον, σαφώς και δεν είμαι. Πάντως η λύπη, η μελαγχολία είναι πηγή δημιουργίας και αυτή. Ξέρω πολύ κόσμο που φωνάζει στο μικρόφωνο πόσο καλά περνάει και προσπαθεί να μας πείσει γι΄ αυτό και μετά πάει στον ψυχαναλυτή.

Υπήρξαν φορές που είπες «θε μου ας μην ήμουν πια εδώ μέσα», και εννοώ στη θέση που έχεις σαν διευθυντής του Μελωδία;

Ναι,. Υπήρξαν φορές. ¨Ένιωθα το βάρος ενός ανθρώπου που έχει στα χέρια του τις τύχες σαράντα ανθρώπων όσον αφορά τη δουλειά τους και τις οικγένειές τους Και μόνο αυτό είναι αρκετό για να έχεις στο μυαλό σου ότι το μαγαζί πρέπει να πηγαίνει καλά. Υπήρξαν φορές που ένιωσα ότι Έχω δώσει πάρα πολύ σε αυτόν το σταθμό, και έχω πάρει βέβαια, αλλά ένιωσα κάποιες φορές ότι ψυχολογικά δεν μπορώ άλλο, έχω φτάσει στα όριά μου, ότι θέλω να είμαι λίγο πιο χαλαρός να κάνω πράγματα για μένα και να μην μου ζητάνε όλοι ένα θαύμα… Είμαι και από τη φύση μου άνθρωπος που όταν πω ότι αναλαμβάνω μια ευθύνη την αναλαμβάνω στο ακέραιο και δεν τη βλέπω απλά ως μια δουλειά…

Προετοιμάζεις τις εκπομπές σου;

Παλιά ναι, όχι τώρα πια. Θεωρώ πως όταν κάνω κάθε μέρα μια δίωρη εκπομπή πρέπει ο λόγος σου να μη είναι ετοιμασμένος, πρόζα. Πρέπει να είναι και λίγο «τι ακούσαμε τώρα…»

Πόσο επηρεάζουν οι ακροατές την εκπομπή σου;
Πολύ λίγο. Αν σκεφτείς ότι μ ε βάση τις μετρήσεις την εκπομπή την ακούν στην Αθήνα περίπου 40 χιλιάδες άνθρωποι, και αν δεν έχεις δώσει προσκλήσεις ή δώρα ή διαγωνισμό ο μέσος όρος των SΜS που καταφθάνουν είναι γύρω στα σαράντα σε κάθε εκπομπή σημαίνει ότι 39960 δεν σε παίρνουν τηλέφωνο, συνεπώς δεν πρέπει να επηρεάζεσαι από 40 μηνύματα για να κάνεις εκπομπή. Πρέπει να βγεις και να παίξεις με την αλήθεια σου και η αλήθεια σου να βγει και να βρει συνοδοιπόρους εκεί έξω.

Ποιο το μέλλον του ελληνικού τραγουδιού;
Δεν με απασχολεί. Με απασχολεί το μέλλον το δικό μας. Θεωρώ ότι το ελληνικό τραγούδι θα εκφράσει την πορεία τη δική μας. Αν το δικό μας μέλλον δεν είναι καλό λίγο με νοιάζει το μέλλον του τραγουδιού. Θεωρώ πως αν δεν βγεις στο δρόμο εκφράζοντας έτσι νέες συλλογικότητες που θα διεκδικούν κάτι καλύτερο, τότε το τραγούδι δεν πρόκειται να αλλάξει. Το τραγούδι λέει πάντα αυτό που είμαστε, αυτό που έχουμε. Κανένα καλλιτεχνικό ρεύμα δεν δημιούργησε ποτέ επαναστάσεις. Το τραγούδι πάντα ακολουθεί τις καταστάσεις.

Ποια είναι τα επόμενα βήματά σου;
Α! δεν ξέρω, δεν μου αρέσει να σχεδιάζω, έχω … αναπηρία ενστίκτου. Με νοιάζει μόνο να έχω ένα βήμα να εκφράζομαι. Και αυτή είναι μια βασική ανάγκη και πολλών νέων ανθρώπων που περιμένουν να τους ανοίξει μια πόρτα για να δώσουν αυτό που έχουν. Θεωρώ τον εαυτό μου ευλογημένο που μου δόθηκαν από τη ζωή τόσες ευκαιρίες για να κάνω ο,τι μπορούσα, έκανα τιςκαλύτερες εκπομπές που θα μπορούσα, έγραψα ο,τι καλύτερο θα μπορούσα στο χώρο του τραγουδιού, στο χώρο του βιβλίου, καμία πόρτα δεν μου έκλεισε. Άρα το μόνο που με νοιάζει για το προσωπικό μου μέλλον είναι το να είμαι υγιής και να μπορώ πάντα να έχω ένα βήμα είτε στο μικρόφωνό, είτε στο στίχο είτε στο χαρτί. Αυτό μετρά ει για μένα και μακάρι αυτήν την τύχη να την έχουν όλοι οι νέοι που έχουν κάτι να δώσουν παραέξω. Το να μην έχεις μια πόρτα να σου ανοίγει, αυτή είναι η μεγάλη αδικία.

Συνέντευξη του Γιώργου Φακανά (περιοδικό "Μετρονόμος" - τεύχος 35, 2009)


Συνέντευξη στον Αντώνη Περιβολάκη





Ο Γιώργος Φακανάς είναι κατ΄ αρχήν ένας χαρούμενος δημιουργός, ένας άνθρωπος που παίρνει χαρά από την ίδια του τη δημιουργία. Αυτοδίδακτος μπασίστας, από τους σημαντικότερους του διεθνούς ρεπερτορίου, αφιερωμένος στον ευρύτερο χώρο της τζαζ, συνθέτης, δάσκαλος και δημιουργός και ιδιοκτήτης του μεγαλύτερου Ωδείου στην Ελλάδα, του «Ωδείου Τέχνης Γιώργος Φακανάς».

Γεννημένος το 1961, στο Μοσχάτο, άρχισε από μικρός να παίζει κιθάρα. Όταν του έγινε στα 13 μια πρόταση να παίξει μπάσο στο ροκ γκρουπ της γειτονιάς του αυτός παρά το ότι δεν ήξερε μπάσο αποφάσισε να το μάθει. Σύντομα ήρθε σε επαφή με το χώρο της τζαζ μουσικής, ένα χώρο που δεν μπορούσε κανείς εύκολα εκείνα τα χρόνια να τον γνωρίσει στην Ελλάδα. Έτσι αναγκάστηκε να γίνει αυτοδίδακτος σε αυτό το όργανο γιατί δεν υπήρχαν όχι μόνο σχολές αλλά ούτε καν δάσκαλοι που θα τον οδηγούσαν στη εκμάθηση αυτού του οργάνου. Επιχείρησε να γνωρίσει το μπάσο μέσα από τις γραμμές της τζαζ, πηγαίνοντας στο μοναδικό εν Ελλάδι αυθεντικό τζαζ κλαμπ που υπήρξε ποτέ, το κλαμπ του Μπαράκου στην Πλάκα, αλά και μέσα από δυσεύρετους στην Ελλάδα δίσκους τζαζ όπως αυτούς των των Stanley Clarke και Herbie Hancock. Όπως λέει και ο ίδιος αγάπησε το μπάσο γιατί ταίριαζε ιδιαιτέρως στη ιδιοσυγκρασία του αφού «είναι άνθρωπος που θέλει να έχει γνώση και έλεγχο των καταστάσεων και να βοηθάει σε κάθε πρόβλημα. Αυτό το ρόλο επιτελεί το μπάσο σε μια ορχήστρα. Συνδέει την αρμονία με τη μελωδία, δεν ενοχλεί τη μελωδία και πρέπει να είναι και άρρηκτα δεμένο με το ρυθμό. Συνεπώς αν ένα κομμάτι θεωρήσουμε ότι είναι αρμονία, μελωδία και ρυθμός, το μπάσο βρίσκεται ανάμεσα και στα τρία κοντρολάρει και τα τρία τα ενώνει για να καταλήξουμε σε αυτό που λέμε Μουσική. Άρα παίζει το ρόλο του οργανωτή, αναλαμβάνει να επιλύσει τα προβλήματα σε οποιοδήποτε μουσικό γίγνεσθαι».
Γύρω στα 20 του χρόνια βρέθηκε να είναι ο μοναδικός στην ιστορία Έλληνας, μέλος της Ευρωπαϊκής Ορχήστρας τζαζ νέων, στην οποία συμμετείχε για 3 περίπου χρόνια και μέσα από αυτή του τη συμμετοχή κέρδισε το 1980 το βραβείο του καλύτερου Ευρωπαίου μπασίστα κάτω των 23 χρόνων. Σημειωτέον ότι ο Γιώργος Φακανάς ήταν αυτοδίδακτος και είχε να αντιμετωπίσει συναδέλφους του που σπούδαζαν στις καλύτερες μουσικές ακαδημίες της Ευρώπης. Αυτό δεν έγινε ποτέ γνωστό στην Ελλάδα και όταν επέστρεψε στη πατρίδα του υποδέχτηκαν μόνο … οι γονείς του ενώ το Ελληνικό υπουργείο δεν του έδωσε ποτέ ούτε μια δραχμή κατά τη διάρκεια της συμμετοχής του στη Ευρωπαϊκή Ορχήστρα Τζαζ, εν αντιθέσει με τους μουσικούς των άλλων χωρών που τους χρηματοδοτούσαν τα υπουργεία των χωρών τους…

Με την επιστροφή του στην Ελλάδα αρχίζει να δουλεύει σαν μουσικός, δάσκαλος και συνθέτης πάντα σο χώρο της τζαζ. Δημιουργεί με τους Τρανταλίδη, Lynch, Φαραζή το ιστορικό συγκρότημα ISKRA την πρώτη σοβαρή προσπάθεια δημιουργίας Ελληνικής τζαζ. Το συγκρότημα έχει μια 4ετή ιστορία η οποία έλαβε τέλος με μια ιστορική συναυλία στο Λυκαβηττό. Σήμερα, ο Γιώργος Φακανάς έχει δημιουργήσει το δικό του γκρουπ, έχει συγγράψει πολλά βιβλία που αφορούν όλο το χώρο της μουσικής, έχει συμμετάσχει σε πάνω από 300 δίσκους – διεθνείς παραγωγές και έχει δημιουργήσει στο Νέο Φάληρο το «Ωδείο Τέχνης» που ανάμεσα στα άλλα στεγάζει όλα τα είδη και τα όργανα μουσικής αλλά και τον εξαιρετική σκηνή «Αθηνά – Live» που φιλοξενεί μερικά από τα κορυφαία ονόματα του εγχώριου αλλά και του διεθνούς ρεπερτορίου. Τα περισσότερα Σαββατοκύριακα του φετινού χειμώνα αλλά και της άνοιξης, μέχρι και το Μάη του 2010 είναι γεμάτα μουσική για τους εραστές του χώρου αλλά και για όσους αναζητούν κάτι άλλο και έχουν τα αυτιά τους ανοιχτά…

Τελευταία του δισκογραφική δουλειά είναι το “Interspirit” που κυκλοφορεί λίγο πριν το τέλος toy 2009, με συμμετοχή του διεθνούς μπασίστα Anthony Jackson. Είναι ουσιαστικά το πρώτο προσωπικό CD του Anthony Jackson στη μακρόχρονη ιστορία του και αποτελεί εξαιρετική τιμή το γεγονός ότι διάλεξε έναν Έλληνα συνάδελφό του να γράψει τη μουσική γι’ αυτό.




Κύριε Φακανά πείτε μας πρώτα μερικά λόγια για το δημιούργημά σας, το «Ωδείο Τέχνης».

Όταν άρχισα να γράφω τα βιβλία αυτό το πράγμα με οδήγησε σιγά στην εκπαίδευση και τελικά οδηγήθηκα στο να φτιάξω τον δικό μου χώρο που ήταν ένα όνειρο ζωής. Στην αρχή ξεκίνησα από μια αποθήκη που ήταν πίσω από το μαγαζί ηλεκτρικών του πατέρα μου, μετά κάναμε ένα υπόγειο στούντιο στο σπίτι μου και κατόπιν πέρασα σε αυτό το κτίριο, το Ωδείο Τέχνης που σήμερα θεωρείται από το Υπουργείο Πολιτισμού το μεγαλύτερο Ωδείο στην Ελλάδα. Το αποφάσισα διότι σκέφτηκα ότι αφού δεν θέλω να πάω να εγκατασταθώ στο εξωτερικό να ζήσω μιας και λατρεύω τη χώρα μου θα κάνω αυτό πράγμα εδώ για να φέρω το εξωτερικό στην Ελλάδα. Και αυτόν το στόχο τον έχω πετύχει στο απόλυτο. Ο,τι κάνει οποιοσδήποτε μουσικός στο εξωτερικό το κάνουμε κι εμείς εδώ στο Ωδείο Τέχνης αυτή τη στιγμή χωρίς να έχω να ζηλέψω τίποτα χωρίς να αισθάνομαι καθόλου μειονεκτικά και μίζερα. Το Ωδείο φιλοξενεί όλα τα είδη της μουσικής ακόμα και τις ειδικές μουσικές για θέατρο και σινεμά, έχει στούντιο ηχογραφήσεων και φιλοξενεί επίσης την Παιδική Χορωδία του Δημήτρη Τυπάλδου.

Θα ήθελα μια συνηγορία υπέρ της τζαζ στην Ελλάδα και πως αυτή η μουσική ταιριάζει με το Ελληνικό ηχόχρωμα;

Υπάρχουν παγκόσμια μουσικά ιδιώματα και υπάρχουν και τοπολαλιές. Οι τελευταίες γεννήθηκαν και εκπροσωπούν τους κατοίκους ενός συγκεκριμένου γεωγραφικού χώρου και τίποτα παραπάνω. Είναι οι λαϊκές – φολκλορικές μουσικές κάθε τόπου. Όμως, τα παγκόσμια μουσικά ιδιώματα είναι είδη που γεννήθηκαν για να εκπροσωπήσουν τον πλανήτη. Δεν έχουν όριο, δεν έχουν σύνορά δεν έχουν τίποτα. Τέτοια παγκόσμια είδη είναι η κλασσική, το συμφωνικό ιδίωμα, η ροκ μουσική, το μπλουζ σαν συστατικό δημιουργίας άλλων μουσικών. Παγκόσμια μουσική γλώσσα είναι η τζαζ. Μέσα στη τζαζ ενυπάρχει το fusion που σημαίνει «πρόσμιξη». Το Fusion είναι πολύ υψηλή τέχνη διότι κατόρθωσε να παντρέψει τοπολαλιές με τη τζαζ. Εν γένει η τζαζ είναι μια διεθνής μουσική, ένα διεθνές γλωσσάριο. Μόνο αν εμείς θέσουμε παρωπίδες θα διαπιστώσουμε ύπαρξη προβλημάτων στη σχέση της τζαζ με την ιδιοσυγκρασία του Έλληνα.

Ναι, αλλά πολλοί υποστηρίζουν ότι η Ελληνική μουσική δεν συνάδει άμεσα με το χώρο της τζαζ γιατί η πρώτη εκφράζει τα χαρακτηριστικά φωτός και σκιας που υπάρχουν έντονα στο Ελλαδικό τοπίο εν αντιθέσει με τη τζαζ που ως πιο Ευρωπαϊκή δεν εκφράζει αντιθέσεις.

Και τι είναι αυτό το τελευταίο; Δηλαδή, εν τέλει, τι είναι Ελληνική μουσική; Είμαι ελεύθερος άνθρωπος, πολίτης του κόσμου, με ενδιαφέρει να παίρνω και αν συλλέγω πράγματα και ιδέες από ο,τι έχει δημιουργήσει το ανθρώπινο πνεύμα. Και εδώ θέλω να ανοίξω δύο ζητήματα: πρώτον το τι είναι Ελληνική μουσική και δεύτερον ποιος κρίνει την κάθε μουσική παραγωγή το κάθε μουσικό έργο. Όσον αφορά το πρώτο κι αν θέλω να είμαι τίμιος, εντάξει, Ελληνική μουσική είναι η Βίσση και ο Ρουβάς, τα σκυλάδικα αλλά Ελληνική μουσική είναι και Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις, ο Σκαλκώτας, ο Χατζιδάκις, Ο Χρήστου, η Κάλλας, τα Κρητικά, τα νησιώτικα, η Ελληνική τζαζ… Επί της ουσίας, ο δημιουργός είναι ελεύθερος να πάρει από οπουδήποτε… Δεν έχει περισσότερο φως η Ελληνική μουσική ούτε λιγότερο φως η τζαζ. Ο μουσικός είναι εκείνος που θα έχει υψηλή κατάρτιση από τον οποίο θα έχω την απαίτηση να μου παράγει φως. Η μουσική δημιουργία δεν μπορεί να έχει σύνορα. Επίσης, μιλώντας για αυτούς που κάνουν κριτική στα μουσικά έργα, θεωρώ ότι δικαίωμα κριτικής έχει μόνον αυτός που γνωρίζει μουσική. Όλοι έχουν την άποψή τους βεβαίως για κάθε δημιούργημα αλλά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί είναι πιο βαρύνουσας σημασίας η άποψη ενός μουσικού δημοσιογράφου από την άποψη των ανθρώπων που περνάνε εδώ απ΄ έξω…. Οι παγκόσμιες μουσικές γλώσσες είναι αυτές που μπορούν να εκφράσουν τους πάντες και τα πάντα. Ένας αυτοσχεδιασμός υπάρχει σε ένα ηπειρώτικο αλλά η τζαζ προτείνει τον αυτοσχεδιασμό να τον κάνουμε παγκόσμιο μουσικό μήνυμα.

Υπάρχει επίσης μια παρεξήγηση στην Ελλάδα που αφορά την καταγωγή της τζαζ, είναι διάχυτη η αίσθηση ότι είναι Αμερικάνικη μουσική…


Η τζαζ δεν είναι Αμερικάνικο μουσικό είδος. Μια Ευρωπαία και ένας Αφρικανός πήγαν και γέννησαν το παιδί τους στην Αμερική . Ρυθμοί Αφρικάνικοι, αρμονία Ευρωπαϊκή και τόπος ανάπτυξης στην Αμερική που εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο. Για να μην πω και το άλλο: οι περισσότερες κλίμακες της τζαζ λέγονται Dorian, Frygian, Lydian, Aeolian, Locrian, δηλαδή ελληνικά ονόματα… Το πρόβλημα είναι άλλο: τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης εμποδίζουν την προβολή αυτών των είδών διότι παίρνουν κάποιες εντολές από μια κεντρική διοίκηση που λέει: εγώ θέλω να παράγω για τον κόσμο φτηνά προϊόντα, διότι αν ο κόσμος ζητήσει ακριβά προϊόντα εγώ θα έχω ένα πολύ υψηλό κόστος παραγωγής και δεν περισσεύουν λεφτά για κότερα κ.λ.π…. Ξέρετε το κόστος παραγωγής της τζαζ είναι πολύ υψηλό διότι είναι μουσική διαμάντι. Όλοι αυτοί οι δήθεν μουσικοί και παραγωγοί τύπου Φοίβος κ.λ.π. δεν είναι μουσικοί, είναι έμποροι που εκπορνεύουν τη μουσική. Η Μουσική είναι μια μεγάλη θεά που εμείς την υπηρετούμε ενώ αυτοί την εμπορεύονται, την εκμεταλλεύονται. Οι ίδιοι δεν ξέρουν μουσική. Συνηθίζω να λέω ότι κάθε έρημος έχει και οάσεις. Η άμμος είναι για τους πολλούς, η οάσεις είναι λίγες και είναι για τους λίγους. Όποιος ψάχνει τις βρίσκει και αντί να καταναλώσει άμμο, εκεί θα πιεί νερό.

Μου άρεσε που είχες πει στο παρελθόν πως συνεργάζεσαι με ανοιχτά μυαλά που ονειρεύονται ένα χαρούμενο και σκεπτόμενο κόσμο.

Πάντα, προπαντός χαρούμενο κόσμο. Η ζωή είναι μικρή και μεγάλη μαζί. Το βασικό συναίσθημα είναι η χαρμολύπη. Τα άλλα είναι ακραίες καταστάσεις. Και εγώ είμαι μέσα στην καλή χαρά παρά το γεγονός ότι μέσα σε όλες αυτές τις υποχρεώσεις που έχω είμαι απόλυτα μόνος μου, χωρίς κρατικές επιχορηγήσεις, χωρίς δάνεια, χωρίς ούτε καν συμπαραστάτες επιπέδου χορηγών, μόνο ψήγματα από κάποιους ανθρώπους. Εγώ όμως είμαι μες στην καλή χαρά γιατί κάνω αυτό που μου αρέσει. Έκανα το χόμπι μου δουλιεά μου και ζω καλά από αυτό. Είναι μοναχικός ο δρόμος βέβαια, είναι λίγοι αυτοί που μένουν πιστοί στις αξίες τους και τις αρχές τους. Η δική μου η αρχή είναι να αντισταθώ στην αρχή των φθινουσών αποδόσεων μια αρχή που διέπει όλους τους ανθρώπους κυρίως με την πάροδο του χρόνου. Δεν μιζεριάζω, νιώθω ευτυχής που κατάφερα και έκανα και κάνω ακόμα όλα αυτά τα πράγματα και που ενθαρρύνω τους νεότερους όχι μόνο να μαθαίνουν εδώ αλλά να παίζουν συνεχώς μόνοι τους για να ανακαλύπτουν…

Συνέντευξη του Αργύρη Μπακιρτζή (εφημερίδα "Πυξίδα", Μάρτης 2008)


Συνέντευξη στον Αντώνη Περιβολάκη

Με τίτλο «Το πέρασμά σου» είχαμε μια απολαυστικότατη συζήτηση με τον πληθωρικό ερμηνευτή, και ψυχή του συγκροτήματος, Αργύρη Μπακιρτζή. Υπερτασικός Αρχιτέκτονας της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας με ειδίκευση στην αναστήλωση μνημείων, χειμαρρώδης συνομιλητής και λαϊκός περφόρμερ στις εμφανίσεις του. Αρχαιολογία και μουσική μερικά από τα θέματα της υπερδίωρης κουβέντας μας. Πάντως, μας έπεισε με θυμοσοφία, πως όταν τα πράγματα πηγαίνουν άσχημα, ίσως τελικά αυτό να μην είναι κατ΄ ανάγκη αρνητικό…

Πυξίδα: Λοιπόν, κύριε Μπακιρτζή, οι Χειμερινοί Κολυμβητές είστε από τα μακροβιότερα συγκροτήματα διεθνώς;

Αργύρης Μπακιρτζής. Έτσι φαίνεται, αφού έχουμε ξεκινήσει από τα τέλη της δεκαετίας του ’60.

Δεν είστε όμως όλοι μουσικοί, έτσι;

Κάποιοι είναι μουσικοί και ζουν από αυτό.

Εσείς ο ίδιος είστε μουσικός;

Κατά κάποιο τρόπο ναι. Αφού ασχολούμαι με τη μουσική και έχω συνεργάτες μουσικούς.

Γνωρίζω όμως ότι και ως αρχιτέκτονας που είστε στην Αρχαιολογική υπηρεσία έχτε μεγάλες ευθύνες διαχείρισης πακέτων Ευρωπαϊκών, έτσι δεν είναι; Ποιο είναι όμως το πρώτο επάγγελμα;

Ναι, το πρώτο μου επάγγελμα δεν είναι μουσικός. Είναι όμως και αυτό ένα επάγγελμα από τη στιγμή που έχω έσοδα από αυτό…

Ναι αλλά στα τελευταία κυρίως χρόνια οι εμφανίσεις σας είναι περιορισμένες.

Περιορισμένες αλλά σταθερές. Δεν μειώθηκαν.

Πριν εισαχθείτε στην Αρχιτεκτονική είχατε περάσει και στην Ιατρική – εκείνα τα χρόνια μπορούσες να δώσεις εξετάσεις σε διαφορετικές σχολές. Γιατί δεν μπήκατε στην Ιατρική;

Είχα προεπιλέξει την Αρχιτεκτονική εξαιτίας ενός καθηγητή Σάββα που ήταν γνωστό ότι «έκοβε» τους φοιτητές. Έτσι σπούδασα Αρχιτεκτονική στην Θεσσαλονίκη και μετά έκανα ειδικότητα στην Ιταλία, στη Ρώμη.

Πείτε για μια από τις πρώτες σας επαφές που θυμάστε με τη μουσική…

Ήταν γύρω στο 63 με 64. Κατηφόριζα στα παλιατζίδικα της Θεσσαλονίκης κοντά στην Ολύμπου και ξαφνικά άκουσα μια μουσική που με μάγεψε. Δεν το είχα ξανακούσει αυτό. Άκουγα μια Ελλάδα που δεν υποπτευόμουν ότι υπήρχε. Ήταν το γνωστό τραγούδι του Μάρκου «χαράματα η ώρα τρεις» από ένα γραμμόφωνο. Και το αγόρασα. Είχαμε τότε στο σπίτι ένα πικάπ που έπαιζε και 78 στροφών και μάλιστα ο πατέρας μου το τραγουδούσε στη μάνα μου, της έκανε καντάδες. Από αυτό το τυχαίο περιστατικό ξεκίνησε η όλη ενασχόλησή μου με αυτά τα τραγούδια. Έχω μια συλλογή πολύ μεγάλη από ρεμπέτικα, σε δίσκους. Και μάλιστα θυμάμαι ότι ήμασταν πολύ ευτυχισμένοι τη στιγμή που τους αγοράζαμε, με μια δραχμή τον έναν γιατί αισθανόμασταν σαν να ανοίγαμε ένα μπαούλο ξεχασμένο και βρίσκαμε θησαυρούς. Θυμάμαι με τι τρέλα ανακαλύπταμε και ακούγαμε το κάθε τραγούδι. Φανταστείτε, υπήρχαν δισκάκια που είχαν να ακουστούν τριάντα ή σαράντα χρόνια.

Και πότε αποκτήσατε κάποιο μουσικό όργανο;

Είχα πάει στα 19 μου στο πάρτι κάποιας παλιάς συμμαθήτριάς μου από το δημοτικό με την οποία αργότερα ξαναβρεθήκαμε συμφοιτητές στο Πολυτεχνείο στη Θεσσαλονίκη. Ήταν η αδελφή του Ισίδωρου Παπαδάμου (πρώην μέλους των «Χειμερινών Κολυμβητών»). Εκεί ο Ισίδωρος μου έκανε δώρο ένα μπουζούκι. Έτσι ξεκίνησα. Έκτοτε κάναμε κάποιες «συνεργασίες», όπως ας πούμε με το Σιδέρη. Το ΄74 κάναμε κάτι καλές ηχογραφήσεις, σκεφτήκαμε να κάνουμε ένα δίσκο. Ήδη από το ΄69 είχαμε βγάλει το πρώτο τραγούδι, ακόμα αδημοσίευτο. Αναφέρεται στο Οκτάγωνο των Φιλίππων, μια παλαιοχριστιανική εκκλησία στην οποία έκανα μια εργασία επί ένα οκτάμηνο. Πήγαινα λοιπόν και δούλευα εκεί τα βράδια που είχε φεγγάρι. Είχα ένα βράδυ μια παραίσθηση ότι κάπως ζωντάνεψε και έγραψα ένα τραγουδάκι. Κάναμε λοιπόν, όπως σας έλεγα, κάτι ηχογραφήσεις το ’74. Μάλιστα θυμάμαι ότι πήγα στη LYRA, τότε ήταν ο Πατσιφάς. Με δέχτηκε, τα είχε ακούσει, ή τα άκουσε εκείνη την ώρα … δεν θυμάμαι ακριβώς… και μού είπε «εσείς θέλετε να ασχοληθείτε με τη μουσική τώρα; Μα η Αρχιτεκτονική είναι τέχνη μείζων, ενώ η μουσική τέχνη μινόρε. Θέλετε λοιπόν να ασχοληθείτε με τη μουσική;». Εγώ δεν είχα καμιά απάντηση γι΄ αυτό σηκώθηκα κι έφυγα. Θυμάμαι πως σχολίασε ότι τραγούδια μας ήταν ωραία αλλά είχαν ένα στοιχείο κανταδόρικο το οποίο δεν είναι της εποχής μας.

Είστε από τα λίγα συγκροτήματα, από τους λίγους τραγουδοποιούς που έχουν μια ιδιομορφία στη θεματολογία. Πώς σας κόλλησε αυτή η ιδέα ενώ γνωρίζατε ότι στατιστικά υπάρχει μια στάνταρ θεματολογία;

Τα τραγούδια μου όλα είναι βιωματικά. Όλα. Δεν μπορώ να γράψω ένα τραγούδι αν δεν το βιώνω σαν δικό μου.

Δεν σκεφτήκατε ποτέ ότι θα δημιουργηθούν παράξενα συναισθήματα στον ακροατή; Υπάρχουν τραγούδια σας για το ποία ο ακροατής σκέφτεται «τώρα αυτός τραγουδάει ο,τι τον φωτίσει ο θεός». Αργότερα βέβαια, και ειδικά στις συναυλίες σας, τα εξηγείτε. Όμως δεν είναι λίγο περίεργο αυτό; Δεν νομίζω ότι είμαστε τόσο χαμηλού I.Q. ώστε να δυσκολευόμαστε τόσο πολύ να καταλάβουμε κάποια τραγούδια σας, έτσι;

Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.

Έτσι λειτουργείτε όλοι;

Ναι.

Μήπως όμως κύριε Μπακιρτζή, εσείς προσωπικά, ως βασικός ερμηνευτής των Χειμερινών Κολυμβητών επιβάλλατε μια τέτοια νοοτροπία στο συγκρότημα;

Α.Μ. Κοίταξε, οι περισσότεροι από τους Χειμερινούς Κολύμβητές έχουν το συγκρότημα αυτό ως δεύτερη ή ως τρίτη μουσική τους ασχολία. Οπότε, εγώ, τι να επηρεάσω; Ο κάθε μουσικός έχει τη δική του μουσική ασχολία, τους δικούς του δίσκους , τις δικές του παραγωγές κλπ. Εμείς βρισκόμαστε κατά καιρούς και κάνουμε αυτό που κάνουμε. Αυτό που γίνεται είναι κάτι πολύ προσωπικό, και κατά μια ευτυχή συγκυρία υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που τους αγγίζει. Πιθανότατα για πολύ διαφορετικούς λόγους. Μου είπαν λόγους για τους οποίους άγγιξε κάποιους ένα τραγούδι οι οποίοι λόγοι δεν είχαν καμία σχέση με τους λόγους για τους οποίους το είχα γράψει…

Με το σινεμά γιατί ασχολείστε; Επειδή σας θέλει ο κύριος Σταύρος Τσιώλης;

Ναι. Είμαι ηθοποιός του Τσιώλη, μόνο του Τσιώλη. Έχουμε κάνει μαζί τις ταινίες «Έρωτας στη χουρμαδιά», «Σας παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε», «Ας περιμένουν οι γυναίκες», «Ο θησαυρός του Χουρσίτ Πασά». Μάλιστα σχετικά πρόσφατα με πήραν τηλέφωνο από ένα γραφείο κάστινγκ για να μου προτείνουν ένα δοκιμαστικό για να παίξω ένα ρόλο. Αρνήθηκα ευγενικά, τους είπα ότι δεν ενδιαφέρομαι για τι εγώ έχω μόνο έναν σκηνοθέτη, τον Τσιώλη. Θα πρέπει, συνεπώς, κάποιος να με πείσει ότι αξίζει τον κόπο να συμμετάσχω σε κάτι άλλο και αυτό είναι δύσκολο.

Στον τελευταίο σας δίσκο, «Το πέρασμά σου» έχετε μόνο ποίηση. Γιατί;

Αποφάσισα να συγεντρώσω όλες τις μελοποιήσεις που έχω υπάρχουν. Υπάρχουν κι άλλα βέβαια που έχω μελοποιήσει . Αλλά προς το παρόν δεν χωρούσαν περισσότερα.

Πρόκειται λοιπόν για ένα δίσκο με ποιήματα που ξεκινούν από τον 1ο αιώνα και φτάνουν μέχρι σήμερα. Περιέχει πολλούς ποιητές όπως Σεφέρης, Ελύτης, Αζίζ Νεσίν, Σαίξπηρ, Βαρβέρης, Βάρναλης και άλλοι.

Αξίζει να σας πώ για το κομμάτι «Τρελή Ροδιά» του Σεφέρη, το οποίο υπάρχει στο CD, ότι το έγραψα σε μια περίοδο που με πλημμύρισε μουσική και ταυτόχρονα ζήλεψα το γεγονός ότι δεν γνώριζα, δεν κατείχα τα εκφραστικά μέσα για τη μουσική. Αισθάνθηκα ότι με έπνιγε η μουσική τότε. Ήταν μόλις είχα πρωτοπάει στην Ιταλία στη Ρώμη.

Τι ρόλο παίζει η ποίηση σήμερα; Εσείς πήρατε κομμάτια κλασσικά και τα μελοποιήσατε.

Ναι, δεν είναι όλα κλασικά, υπάρχουν και κομμάτια που δεν είναι τόσο γνωστά, ίσως και εντελώς άγνωστα θα έλεγα. Τέλος πάντως, θα έλεγα ότι στο μέτρο που διαβάζουμε ποίηση η ποίηση παίζει πολύ μικρότερο ρόλο, υπάρχει η τηλεόραση. Είναι αλήθεια επίσης ότι η ποίηση δεν προβάλλεται καθόλου σήμερα από τα μέσα ενημέρωσης. Μόνο σε εφημερίδες ή περιοδικά και αυτό πολύ σπάνια.

Ετοιμάζετε κάτι άλλο μετά από το CD «Το πέρασμά σου»;

Υπάρχει υλικό για τουλάχιστον 2 CD ακόμα. Ο ένας δίσκος θα είναι με τραγούδια δικά μου και ορισμένα του Χάρη Παπαδόπουλου και ο άλλος θα είναι ένας δίσκος με τις συμμετοχές μου ο οποίος είναι έτοιμος. Έχω πάρα πολλές συμμετοχές και θέλω να μαζευτούν σε ένα δίσκο.

Περνάω σε μια γενικότερη ερώτηση: Τι είναι ο Πολιτισμός σήμερα στην Ελλάδα; Τι έχει κάνει ο επίσημος φορέας του πολιτισμού στην Ελλάδα που είναι το υπουργείο;

Αλίμονο αν περιμέναμε από το υπουργείο να αναπτύξει πολιτισμό στην Ελλάδα. Το υπουργείο είναι ένας φορέας εξουσίας, είναι οι εκάστοτε κυβερνώντες.

Υπάρχει ενδιαφέρον από μεριάς υπουργείου για τα θέματα πολιτισμού, χωρίς να απομονώνουμε την συγκεκριμένη κυβέρνηση; Εσείς εργάζεστε χρόνια σε αυτό. Ευτελίζεται σήμερα ο Ελληνικός πολιτισμός μέσω των γραφειοκρατικών του μηχανισμών;

Α.Μ. Κοιτάξτε, από μεριάς του υπουργείου, η ανάδειξη του πολιτισμού περιορίζονται σε ένα ελάχιστο κομμάτι αυτού που λέμε πολιτισμός. Υπάρχουν άπειρα μνημεία με φοβερό ενδιαφέρον για τα οποία δεν ενδιαφέρεται κανένας και τα οποία ρημάζουν. Το υπουργείο ασχολείται με ελάχιστα πράγματα. Ακόμα και στη Βουλγαρία στις αρχές του ’70 υπήρχαν για παράδειγμα γύρω στους 70 αναστηλωτές όταν η Ελλάδα είχε μόνο τέσσερις. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και σήμερα. Προφανώς είμαστε και βλάκες. Θα μπορούσαμε να έχουμε και οικονομική απόδοση από την ανάδειξη του πολιτισμού.

Πώς βλέπετε τα πράγματα γενικότερα;

Α.Μ. Μου βάζετε δύσκολη ερώτηση. Στην Ελλάδα η κατάσταση είναι δραματική. Υπάρχει μια καταλήστευση των πάντων. Το βλέπεις, το νιώθεις. Στην επαρχία ο κόσμος φεύγει γιατί υπάρχει μια ένοχη σιωπή. Στην μεγαλούπολη μπορείς να φτιάξεις μικρές οάσεις. Στην επαρχία ξεπουλιούνται τα πάντα. Τα Χανιά απ΄ όσο ξέρω είναι ακόμα, ευτυχώς, από τις πολύ καλές περιπτώσεις. Πάντως, οι περισσότεροι μπαίνουν στα μεγάλα κόμματα, τα κόμματα εξουσίας, διότι είναι αποτυχημένοι στη δουλειά τους, διότι θέλουν να βγάλουν λεφτά, να κάνουν κομπίνες… Αυτό το βλέπουμε σε «επιφανείς» ανθρώπους που βρίσκονται σε συγκεκριμένες θέσεις. Και είναι δύσκολο και επικίνδυνο να αντιστέκεσαι σε αυτό. Πιστεύω πως όποιος στην Ελλάδα κάνει στοιχειωδώς καλά τη δουλειά του κινδυνεύει. Ζει με ένα φόβο. Ζούμε ένα μεσαίωνα βάρβαρο. Πάντως φιλοσοφώντας το λιγάκι, ίσως όταν τα πράγματα πηγαίνουν άσχημα, αυτό να μην είναι κατ΄ ανάγκη αρνητικό…

Στα τραγούδια σας βγάζετε μια αναρχίζουσα διάθεση. Έχοντας σαν δεδομένο ότι τραγούδια αυτά είναι βιωματικά, σήμερα πια είστε υπέρ ή κατά της οικογένειας;

Α.Μ. Είναι ένα αναγκαίο καταφύγιο. Εμείς στην οικογένειά μου είμαστε πάρα πολύ δεμένοι αν και είμαστε 14 χρόνια παντρεμένοι με τη γυναίκα μου. Παρά τις όποιες διαφωνίες μπορεί να προκύψουν είμαστε πολύ δεμένοι. Και όταν έρχομαι για 3-4 μέρες στην Αθήνα πάντα έχω το νου μου στα παιδιά. Καμιά φορά σκέφτομαι πως όταν είσαι πιο μικρός έχεις μεγαλύτερη έγνοια να κάνεις κάποια πράγματα. Αν περάσουν τα χρόνια και δεν τα κάνεις λες, δεν πειράζει. Αμβλύνεσαι κάπως. Από τα πράγματα που ήθελα πολύ να κάνω ήταν να βγάλω αυτόν το δίσκο με τις μελοποιήσεις. Εγώ, που είμαι και εναντίον των μελοποιήσεων, γενικά, θεωρώντας ότι υφίστανται τα ποιήματα ένα είδος προδοσίας με τη μελοποίηση. Παρ΄ όλα αυτά εγώ το τόλμησα.

Ναι , ίσως να υπάρχει ένα είδος προδοσίας αλλά ταυτόχρονα έχει και παιδευτικό χαρακτήρα. Σου δίνει ένα κίνητρο για να ασχοληθείς περισσότερο με την ποίηση να τη γνωρίσεις, έτσι δεν είναι;

Ναι, βέβαια, και ισχύει αυτό για πολύ κόσμο.

Ισχύει ότι η σημαντικότερη προσωπικότητα που έχετε γνωρίσει ήταν ο ρεμπέτης της Αμερικής Γιώργος Κατσαρός;

Ήταν σαν να συναντήσαμε τον Καραϊσκάκη ή τον Κολοκοτρώνη. Λοιπόν τα παλιότερα χρόνια με το φίλο μου τον Φίλιππα που είναι ψάλτης και φιλόλογος όταν καθόμασταν αργά το βράδυ βάζαμε Κατσαρό και ακούγαμε. Νομίζαμε ότι ήταν κάποιος που θα είχε πεθάνει κάπου στο ’60. Και ξαφνικά μάθαμε στα της δεκαετίας του ’80 ότι ήρθε. Έκτοτε τον πήραμε στη Θεσσαλονίκη, μετά από τις συναυλίες στον Πειραιά και τραγουδήσαμε μαζί. Πέθανε σε ηλικία σχεδόν 110. Δεν θα πέθαινε αν δεν το είχε ρίξει κατά λάθος μια Πορτορικάνα και χτύπησε αυτός το κεφάλι του. Από το χτύπημα δεν συνήλθε. Φοβερός τύπος. Τραγούδαγε χασικλίδικα ένας άνθρωπος που δεν κάπνισε ποτέ στη ζωή του. Αλλά η ζωή του είναι απερίγραπτη. Άπειρα περιστατικά που είχα την τύχη ορισμένα από αυτά να τα καταγράψω σε κασέτες. Ελπίζω κάποτε να δημοσιευτεί αυτό το υλικό.

Χάρηκα πολύ που τα είπαμε και ευχόμαστε κάθε επιτυχία στο «Πέρασμά σου»