Τρίτη 7 Αυγούστου 2012

Ένα σχόλιο και η "χαμένη συνέντευξη" με τον Κωστή Ζουλιάτη πάνω στην "Anaparastasis"



Είμαι υποχρεωμένος να απαντήσω και να δώσω την δική μου εκδοχή των γεγονότων για την ατυχή δημοσίευση της πρώτης ανεπεξέργαστης μορφής που δόθηκε στη δημοσιότητα στο περιοδικό "Μετρονόμος" (τεύχος 45) ως «συνέντευξη» του Κωστή Ζουλιάτη σε εμένα. Παρακαλώ τον Κωστή αν διαφωνεί, ως προς τα γεγονότα, να το αναφέρει δημοσίως. 

Μέσα στο χειμώνα, και μάλιστα κάπου γύρω στο Γενάρη, αν δεν με απατά η μνήμη μου, συναντηθήκαμε με τον Κωστή Ζουλιάτη για να κάνουμε μια συζήτηση για την ταινία του «Anaparastasis». Με τον Κωστή γνωριζόμαστε εδώ και 6 χρόνια και μας έχει συνδέσει κυρίως η κοινή μας συγκίνηση και το ενδιαφέρον για τον Γιάννη Χρήστου που έχει βέβαια διαφορετικές αφετηρίες στον καθένα, αλλά η ένταση της εμπειρίας «Χρήστου» άγγιξε τον καθένα μας σε άλλες κλίμακες και ίσως και σε άλλα πεδία του νου και της ψυχής, αυτή είναι και η μαγεία του του. Η σχεδόν 3ωρη συνάντησή μας είχε σαν στόχο να καταλήξει στη δημοσίευση της σε μορφή συνέντευξης στο περιοδικό «Μετρονόμος» αλλά σε χρόνο μεταγενέστερο που θα την καθιστούσε πιο «επίκαιρη», όταν δηλαδή η ταινία θα βρισκόταν έτοιμη για δημόσια ανοικτή προβολή. Έτσι, επεξεργάστηκα στις αρχές του καλοκαιριού το ηχητικό υλικό της κουβέντας μας και κατέληξα σε ένα πρώτο κείμενο – συνέντευξη που στάλθηκε στον Κωστή αλλά και (κακώς) στην διεύθυνση του "Μετρονόμου". Ο Κωστής όταν το διάβασε μου είπε ότι αυτή μορφή δεν τον εκφράζει καθόλου και έτσι του δόθηκε ο χρόνος από τον «Μετρονόμο» να την επεξεργαστεί μέσα σε δυσμενείς γι΄ αυτόν και για εμάς, χρονικές συνθήκες λόγω των υποχρεώσεων που υπήρχαν εκετέρωθεν. Το ότι έγινε η επεξεργασία της συνέντευξης από την αρχή είναι απόλυτα θεμιτό άλλωστε αυτή ήταν και μεταξύ μας συμφωνία διότι στο κάτω – κάτω γνώριζα ότι είναι ιδιαιτέρως προσεκτικός με τον δημόσιο λόγο του, λόγος τον οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, θαυμάζω και νιώθω ότι ζηλεύω. Γι΄ αυτό άλλωστε του έστειλα και όλο το ηχητικό υλικό της κουβέντας μας σε ψηφιακή μορφή. Μάλιστα όταν ολοκλήρωσε την επεξεργασία του κειμένου μας έδωσε και αδημοσίευτο υλικό το οποίο, όπως γράφουμε και στο τεύχος, αποτελεί ευγενική παραχώρηση των διαχειριστών του αρχείου Γιάννη Χρήστου. Έλαβα το τελικό κείμενο μαζί με τις φωτογραφίες τις οποίες και έστειλα στο περιοδικό. Δυστυχώς από ένα τραγικό λάθος δημοσιεύτηκε, με ευθύνη της διεύθυνσης του περιοδικού «Μετρονόμος», το αρχικό κείμενο, το οποίο  ήταν κυρίως σποραδικά σπαράγματα και απόπειρα συμπύκνωσης της κουβέντας. Διόλου δεν αμφισβητώ το γεγονός πως στην προσπάθεια συμπύκνωσης σε γραπτό λόγο μιας σειράς σκέψεων των οποίων η εκφορά γίνεται κατ΄αρχήν προφορικά, συχνά παραποιεί έως και διαστρεβλώνει την πρωτόλεια σκέψη και την πεμπτουσία αυτής. Ενδεχομένως, άθελα μου να το έκανα με τον Κωστή στην αρχική δημοσιευμένη μορφή.  Η πρώτη επεξεργασία έγινε και αυτή υπό δυσμενείς συνθήκες άρα ο Κωστής έχει κάθε δικαίωμα να απορρίπτει τις δικές μου απόπειρες συμπύκνωσης του λόγου του.

Ο Κωστής θυμάται καλά πως παρά το ότι δεν είμαι επαγγελματίας δημοσιογράφος, ούτε υπήρξα ποτέ, ούτε μουσική γνωρίζω, αλλά αυτή είναι κομμμάτι της ψυχής μου. Σίγουρα θυμάται πως έχω προβάλλει μέρος της ευρύτερης δουλειάς αυτού και συνεργατών του δύο φορές μέσα από  τις στήλες της εφημερίδας «Πυξίδα», μία φορά μέσα από το πάλαι ποτε«Δίφωνο» αλλά και από το ιστολόγιό μου άσχετα αν το ενημερώνω αραιά και πού. Γνωρίζει επίσης ότι ο «Μετρονόμος» είναι μια καθαρά ερασιτεχνική 12ετής προσπάθεια ανθρώπων που δεν έχουν κανένα κέρδος, γίνεται κουτσά  - στραβά απλά και μόνο με το μεράκι τους και την αγάπη τους για τη μουσική, και αν μην τι άλλο έχει μια εντιμότητα, άρα δεν θα μπορούσε να είναι ούτε υστεροβουλία αλλά ούτε και κάτι άλλο. Ξέρει πως ενώ δεν έχω κανένα συμφέρον εκτιμώ το έργο του και την έρευνά του επειδή αυτά κινούνται σε χώρους που με γοητεύουν και με πληρούν. Εξάλλου, αν καθυστέρησε η έκδοση του εν λόγω τεύχους έγινε ακριβώς για το λόγο ότι περιμέναμε να ολοκληρωθεί η τελική μορφή της συνέντευξης, κάτι που θεωρούσαμε ότι θα προσέδιδε ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο περιοδικό αλλά ταυτόχρονα πιστέψαμε από την αρχή στην στήριξη μιας τέτοιας δουλειάς για τον Χρήστου. Λυπάμαι που οι νόμοι του Μέρφυ επιβεβαιώνονται με άσχημο τρόπο στην περίπτωσή μας. Αν η δημοσίευση αυτή δημιούργησε προβλήματα στον ίδιο ή στους συνεργάτες του τότε είναι κρίμα που δεν καταφέραμε να αποφύγουμε τα χειρότερα (αν και υπαρχουν πάντα και χειρότερα από αυτά που μας συμβαίνουν).

Τον Κωστή τον θεωρώ τον θεωρώ συνειδητοποιημένο άνθρωπο σε πολλαπλά επίπεδα και όπως το έκανα στο παρελθόν αρκετές φορές, θα συνεχίσω να στηρίζω τη δουλειά του γιατί πιστεύω στην σοβαρότητά του, στην ειλικρίνειά του, στην τρέλα του και την ανυστεροβουλία του. Αν δημιουργήθηκαν προβλήματα στο έγο του με αυτή την αβλεψία μας τότε δεν έχω παρά να ζητήσω συγγνώμη. Ευελπιστώ πως τα δυσκολότερα πέρασαν. Γι΄ αυτό κι εγώ θα δημοσιεύσω ολόκληρη την ανάρτησή του που έγινε χθες κάτω από ιδιάζουσες γι αυτόν συνθήκες σητώντας συγνώμη για το σφάλμα, αλλά στο μέτρο που μου αναλογεί. Σε αυτήν τη δουλειά του θα συνεχίζω να τον στηρίζω με τον τρόπο που μπορώ.
Ας καταφέρει αυτός ο Αυγουστος να μας προετοιμάσει όπως πρέπει για τις προτόγνωρες εντάσεις που έπονται (όχι μεταξύ μας φυσικά)!

Αντώνης Περιβολάκης










Πως ξεκινά η ενασχόληση σου με τον Γιάννη Χρήστου και σε τι αποσκοπείς με αυτή σου τη δουλειά; Ποια είναι η εικόνα που εισπράττεις τώρα γι΄αυτόν, 42 χρόνια μετά το θάνατό του;

Ας πούμε ότι κάπως εξαναγκαστικά ήρθα πρώτη φορά σε επαφή με τον κόσμο του Χρήστου, ως πρωτοετής στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου στην Κέρκυρα. Ήταν στο μάθημα της χορωδίας που θα μελετούσαμε τη Λατινική Λειτουργία του, γεγονός που σε συνδυασμό με το ότι ήμουν νιόβγαλτος στη μουσική του 20ου αιώνα –πέρα από νιόβγαλτος στη χορωδία- έδειχνε πως η επαφή αυτή θα ήταν δύσκολη. Παρ'ότι αποδείχτηκε πως δεν ήταν καθόλου δύσκολη τελικά, παρέμεινε εξαναγκαστική, καθώς το ηχητικό σύμπαν του Χρήστου πολύ δύσκολα σου επιτρέπει να δραπετεύσεις. Διαισθητικά τότε, σχεδόν μεταφυσικά, αντιλαμβανόμουν πως υπάρχει κάτι πολύ ξεχωριστό στην περίπτωσή του, κάτι που με καλούσε να το ψάξω και να σκάψω βαθιά προκειμένου να καταλάβω. Τελικά, αποτέλεσε το θέμα της πτυχιακής εργασίας μου το 2004, αλλά και το θέμα της διδακτορικής διατριβής μου, κοινώς μιας συνεχούς έρευνας που φαίνεται πως έχει σταθμούς, αλλά ποτέ δεν τελειώνει και, με κάποιο τρόπο, ελπίζεις ποτέ να μην τελειώσει και να έχει πάντα να σου δώσει καινούρια στοιχεία. Αυτό που τελικά έχει διαπιστωθεί είναι πως το έργο του σε χτυπάει με τη δύναμη μιας αποκάλυψης, την οποία καλείσαι να διαχειριστείς και να αφομοιώσεις στη ζωή σου και στην ιδιοσυγκρασία σου.

Και αν αποσκοπώ σε κάτι μέσα από την προβολή των τεκμηρίων που συνθέτω, είναι ακριβώς αυτό: να παρέχω όσο μπορώ, ως μεσολαβητής, κάποια εφόδια στους ανθρώπους που χρειάζονται αυτές τις αποκαλύψεις και μπορούν να αντλήσουν δύναμη και να βρουν τρόπους να τις αφομοιώσουν στη δική τους ζωή και ιδιοσυγκρασία, στις δικές τους ανάγκες.

Η εικόνα που έχω για τον Χρήστου σήμερα, έναν άνθρωπο –και παράλληλα μια εποχή- που δεν γνώρισα, είναι η εικόνα μιας σπάνιας περίπτωσης ολιστικού δημιουργού, κάπως ξεχασμένη στα σημερινά ήθη και συνήθειες, αλλά συγκλονιστικά απαραίτητης στην προσπάθεια να ερμηνεύσουμε τον κόσμο που μας περιβάλλει, μα και να παρεμβαίνουμε σ'αυτόν συνδιαμορφώνοντάς τον.

Αυτά τα τελευταία στα οποία αναφέρθηκες είναι και το αντικείμενο του διαδακτορικού σου;

Το αντικείμενό μου είναι τα χειρόγραφά του, μουσικολογικά και φιλοσοφικά, που φωτίζουν αν θες το υπόβαθρο της σκέψης και των προθέσεων του δημιουργού.

Ο ακροατής των έργων του Χρήστου, έχει ανάγκη από τα χειρόγραφά του;



Ως ακροατής δεν χρειάζεσαι τα χειρόγραφα για να κατανοήσεις τα έργα, αν εννοείς αυτό. Το έργο του Χρήστου είναι πέρα και πάνω απ'όλα μουσικό και, μάλιστα, στοχεύει να ανακαλέσει εκείνη τη ρίζα της μουσικής που εντελώς πρωτόγονα σε συγκινεί και τελικά κατορθώνει να κυριεύσει τις αισθήσεις σου. Όσο κι αν συνδέεται με εξωμουσικές ιδέες και φιλοσοφικές αφετηρίες, το έργο του δεν είναι αυστηρά προγραμματικό –για την ακρίβεια, ίσως δεν είναι καθόλου προγραμματικό. Και σίγουρα δεν απαιτεί αποκρυπτογράφηση ή άλλη εξήγηση, προκειμένου να το προσλάβεις και να το νιώσεις. Η μουσική του είναι άμεση, ειλικρινής και αποκαλυπτική. Από την άλλη όμως, ο κοινωνός της μεγάλης τέχνης, και της τέχνης γενικότερα, πιστεύω πως έχει ανάγκη από τα πάντα. Και τα χειρόγραφα του Χρήστου μπορούν να φωτίσουν εκφάνσεις του κόσμου, να γίνουν πολύτιμα εργαλεία στην προσέγγιση κάθε ανθρώπινης εμπειρίας τόσο στην ερμηνεία της όσο και στη βίωσή της.

Ο Χρήστου έχει ένα μεγάλο αριθμό χειρoγράφων που όμως ελάχιστα από αυτά είχε αποφασίσει να δημοσιοποιήσει. Εν τούτοις αυτό το διάστημα εσύ μαζί και με άλλους ερευνητές μελετάτε και δημοσιοποιείτε μέρος αυτών ή βγάζετε και συμπεράσματα για τη ζωή του, τη σκέψη του. Αυτό γίνεται βέβαια με τη συναίνεση της οικογένειας, αλλά κατά πόσο είναι ηθικό;



Πιστεύω πως είναι εξίσου ηθικό όσο και να εκτελούμε τη μουσική δημιουργών που δεν βρίσκονται στη ζωή και δεν έχουν τη δυνατότητα να διαχειριστούν τους όρους του οράματός τους. Τα χειρόγραφα του Χρήστου δεν ήταν απόκρυφα, αλλά προσωπικές σημειώσεις οι οποίες στο σύνολό τους βοηθούσαν τον ίδιο να στερεοποιήσει τις ιδέες του και τις αρχές του γύρω από την κάθε δημιουργία του, αλλά και γύρω από τη δημιουργία εν γένει. Εξυπακούεται πως δεν μιλάμε για σημειώματα που ανήκουν σ'αυτό που λέμε ιδιωτική ζωή, όπως για παράδειγμα η καταγραφή των ονείρων του, αλλά μόνο κείμενα και αποσπάσματα που μπορούν να βοηθήσουν στη σύνθεση των στοιχείων που θα μας δώσουν μια συνολική εικόνα για τη φύση αυτού του έργου, για τις προθέσεις του δημιουργού του, για τις προεκτάσεις πάνω στα μεγάλα ζητήματα της ύπαρξης του κόσμου, του ρόλου της τέχνης, της δύναμης της ανθρώπινης εμπειρίας. Για παράδειγμα, υπάρχουν διάφορα κείμενα και διάσπαρτες σημειώσεις σχετικά με τη σεληνιακή εμπειρία και τους αρχέγονους φόβους του ανθρώπου, τα οποία συνδέονται με τις Αναπαραστάσεις -ή τις πρωτοεκτελέσεις σύμφωνα με τον ίδιο. Υπάρχει ένα όνειρο που περιγράφει ο ίδιος σχετικά με την ιστορία της Κυρίας με τη Στρυχνίνη και κάποια χωρία του Καρλ Γιούνγκ. Γιατί να μην είναι ηθικό να μελετήσουμε το σύνολο της σκέψης που υπάρχει πίσω από αυτόν τον τρόπο δημιουργίας και αφουγκρασμού του κόσμου;

Ποιες είναι οι πηγές της έμπνευσης του Γιάννη Χρήστου;

Η πανανθρώπινη εμπειρία. Τα ένστικτα, οι αγωνίες και τα πάθη που ενώνουν εννοιολογικά και βιωματικά τον πρωτόγονο άνθρωπο με το σύγχρονο homo urbanus. Η συμπεριφορά του ανθρωπίνου όντος πάνω κι από την Ιστορία και τις δομές των οργανωμένων κοινωνιών. Τα αρχέτυπα της ανθρώπινης δράσης, του συνειδητού και του ασυνείδητου –ευθεία επίδραση από τον κόσμο του Γιουνγκ. Ας σημειώσουμε επίσης ότι ο Χρήστου γεννήθηκε στην Αίγυπτο, στοιχείο που χαρακτηρίζει μια ταυτόχρονη όσο και φυσική σύνδεση του αρχαϊκού πολιτισμού με τον κοσμοπολιτισμό του Καϊρου και της Αλεξάνδρειας. Σε πιο φιλολογική ανάγνωση θα δούμε ότι η δημιουργία του αντλεί θέματα και ιδέες από αρχαίες μυθολογίες, τελετουργικά έθιμα, θρησκευτικά κείμενα, μεσαιωνικές ιστορίες, σύγχρονες καταστάσεις που μαρτυρούν καταπίεση του ανθρώπου, παράδοξα, ανεξήγητα φαινόμενα, ονειρικές καταγραφές, αδιέξοδα, αναπάντητα ερωτήματα.

Μήπως χρησιμοπιεί την θρησκευτικότητα του Ανθρώπου και την επαφή του με το Υπερπέραν για να μελετήσει τις δυνατότητες του; Δηλαδή μήπως τις εκφράζει με ήχους και με μουσικές;

Σε μια συνεντευξή του αναφορικά με το θρησκευτικό ορατόριό του «Πύρινες Γλώσσες», είχε πει πως αν και γενικά τον ενδιαφέρουν όλα τα θέματα και όχι μόνο τα θρησκευτικά, το μυστήριο της Πεντηκοστής είναι ιδιαίτερο γιατί «είναι μια στιγμή που δύσκολα μπορείς να την περιγράψεις με λόγια, γιατί δεν χωρούνε λόγια, διότι ο άνθρωπος φωτίζεται με μια δύναμη που δεν είναι δική του». Πάντα για τον Χρήστου, η θρησκευτικότητα είναι μέρος του Μύθου. Αναφορικά με το άλλο ορατόριό του, το «Μυστήριον» -επίσης θρησκευτικής υφής αλλά με κείμενα από την αρχαία Αίγυπτο και τη Βίβλο των Νεκρών- δηλώνει ότι «το ζήτημα δεν είναι να κάνεις τέχνη, αλλά να μπορέσεις να συνδεθείς εσύ ο ίδιος με τις δυνάμεις που σε περιβάλλουν». Με κάθε τρόπο, μουσικό και εξωμουσικό, ακόμα και «αντι-μουσικό», εξερευνεί ηχητικά τα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων και ταυτόχρονα τα ηχητικά και παραστατικά όρια της βιωμένης μουσικής πράξης.

Ας πάμε στην δημιουργία του ντοκιμαντέρ. Πριν από 2-3 χρόνια συζητούσαμε για την παλιά ταινία που δημιούργησες το 2004 και τώρα λες ότι δημιούργησες μια νεά ταινία. Τι νέα στοιχεία βρήκες;



Η ταινία που αναφέρεις ήταν μόνο η πτυχιακή εργασία μου, ένα πρώτο βήμα και αρχετυπικό σχέδιο μιας πρώτης καταγραφής, με κύριο οδηγό τη μουσικολογική μεθοδολογία. Στα χρόνια που ακολούθησαν, βρέθηκε νέο υλικό, ολοκληρώθηκε μια συνολικότερη έρευνα όσο αφορά τα πρόσωπα και τις αρχειακές πηγές, αλλά και αναπόφευκτα αναπτύχθηκαν μέσα μου καινούριες ιδέες όσο αφορά την προσέγγισή μου, αλλά και τους τρόπους αφήγησης αυτής της ιστορίας. Υπάρχει πλέον ολόκληρο το φιλμ του Μίμη Κουγιουμτζή από τις πρόβες του Θεάτρου Τέχνης, αλλά και μια μπομπίνα έγχρωμου super-8, με στιγμές της οικογένειας Χρήστου στην Αλεξάνδρεια, γυρισμένο γύρω στο '59. Ο κύκλος των συνεντεύξεων διευρύνθηκε, πλησίασα μέχρι και τεχνικούς ήχου όπως ο Δεσποτίδης και ο Σιγλέτος, για να έχω και την εικόνα των ανθρώπων της δουλειάς, των πλέον κρυμμένων ρόλων που πιθανώς έχουν να μας μεταφέρουν κάτι διαφορετικό. Συνάντησα επίσης προσωπικότητες όπως ο συνθέτης και μαέστρος Rupert Huber και η σύζυγός του και performer Doris Huber, οι οποίοι μαζί έχουν κάνει μια τολμηρή ανάγνωση πάνω στα ανολοκλήρωτα σχεδιάσματα των Αναπαραστάσεων –των Projects όπως τιτλοφορούνται από το συνθέτη στο σχετικό φάκελο. Και φυσικά, ερμηνευτές και μουσικούς όπως η Νέλλη Σεμιτέκολο, ο Σπύρος Σακκάς, η Στέλλα Γαδέδη κ.α.

Επίσης, σε αντίθεση με την πτυχιακή, όπου όλα είναι εξ ορισμού one man show άρα ερασιτεχνικά και ίσως ανεπαρκή, αυτή τη φορά δουλέψαμε με ένα μικρό και αφοσιωμένο συνεργείο πολύ εκλεκτών φίλων, εξειδικευμένων ο καθένας στην τέχνη του, ώστε να επικεντρωθώ από την πλευρά μου στο σκηνοθετικό μέρος –που στην περίπτωση ενός ντοκιμαντέρ αφορά κυρίως τη δημιουργική σύνθεση των τεκμηρίων.

Τελειώνει το ακαδημαϊκό και ερευνητικό κομμάτι. Γιατί μετά από τόσα χρόνια συνεχίζεις με τον Γιάννη Χρήστου; Ποια είναι η ανάγκη;

Όπως μας λέει ο Βιμ Βέντερς, η επιθυμία ν'αφηγηθούμε ιστορίες πηγάζει από την ίδια ανάγκη: «να επιβεβαιώνουμε τη δυνατότητα δημιουργίας αλληλουχιών ανάμεσα στα πράγματα». Ο Χρήστου είναι μια λαμπρή περίπτωση για να ανακαλύψουμε μέσα της ένα ολόκληρο σύστημα τέτοιων δυνατοτήτων, τις οποίες έχει καταγράψει γενναιόδωρα, με ειλικρίνεια και συγκλονιστική αμεσότητα. Παρ'ότι συμπληρώνω δέκα χρόνια έρευνας, ο Χρήστου παραμένει πάντα μια αφετηρία, μια γεννήτρια ιδεών και διεγέρσεων της σκέψης και του βιώματος. Το ηχητικό και φιλοσοφικό σύμπαν του είναι ένα σημείο αναφοράς για τον άνθρωπο που χρειάζεται θάρρος για να μην ξεχνιέται και αποδυναμώνεται στην καθημερινή του πάλη, για εκείνον που αντιλαμβάνεται την υπάρξή του ως μέρος του κόσμου που τον περιβάλλει, επιφορτισμένη όμως με τη συνεχή υποχρέωση να διαμορφώνει αυτόν τον κόσμο και να τον αλλάζει. Ιστορίες όπως αυτή του Γιάννη Χρήστου έχουν μόνο να μας δώσουν. Και έχουν να μας δίνουν συνέχεια, όποτε τις χρειαζόμαστε.

Έχεις μπει εσύ ο ίδιος σε κόσμους "περίεργους" σε μια δεδομένη στιγμή;

Κατ'αρχήν, ως μουσικός εν Ελλάδι, ζω ήδη σε έναν κόσμο απείρως περίεργο και όχι μόνο σε μια δεδομένη στιγμή. Πολλές φορές, η ιδιότητα αυτή αγγίζει και την έννοια της μεταφυσικής εμπειρίας. Στα σοβαρά όμως, μπορώ να μιλήσω συγκεκριμένα για την εμπειρία μου από τις εκτελέσεις έργων Χρήστου που έχω συμμετάσχει, όπου συλλαμβάνεις τον εαυτό σου να καταμετρά αισθήσεις και αντιδράσεις πρωτόγνωρες και απόμακρες ή απομακρυσμένες, απωθημένες. Καμιά φορά σχεδόν τρομάζεις με όσα κρύβεις μέσα σου, με αυτό που μπορεί να είσαι ή να γίνεις, και με κάποιο πολύ άμεσο τρόπο σου αποκαλύπτεται. Αυτό είναι εν γένει καταγεγραμμένο στη φύση της μουσικής βέβαια. Βρήκα άκρως ενδιαφέρον όταν ανακάλυψα ότι στις δοξασίες των μάγων και τους παγκόσμιους θρύλους, η είσοδος σε κάποια άλλη διάσταση -αλλά ακόμα και η εξαπάτηση των αισθήσεων και των νου, η μαγεία- γινόταν μέσω της ηχητικής εμπειρίας.

Πώς κατάφερες να καλύψεις το οικονομικό κόστος της ταινίας;

Χρηματοδοτώντας ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα, άλλη μια μεταφυσική εμπειρία. Κατ'αρχήν, κάναμε το απλό. Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε κάνοντας πως αδιαφορούμε για το οικονομικό κόστος, μέχρι αυτό να μας συναντήσει πραγματικά. Αφήσαμε δηλαδή -με σφιγμένα δόντια πολλές φορές- τις αμοιβές και τα έξοδά μας για το τέλος της κουβέντας, εφ'όσον η ταινία ολοκληρωθεί. Στην πορεία, αποφασίσαμε να λύνουμε τα διάφορα ζητήματα που προέκυπταν με ευέλικτους τρόπους. Μέσω του website που δημιουργήσαμε αποκλειστικά για την ταινία (http://anaparastasis.info), ανοίξαμε για το κοινό τη δυνατότητα donation, δηλαδή οικονομικής συνεισφοράς εκ μέρους του. Η ανταπόκριση υπήρξε θερμά θετική και βοήθησε καίρια στα έξοδα που παρουσιάζονταν κατά την παραγωγή. Πιστεύω όμως πως η διαδικασία αυτή έχει κι έναν άλλο χαρακτήρα, είναι ένα κάλεσμα προς τον κόσμο που απευθύνεται η κάθε δημιουργία, να αναμετρηθεί με αυτά που χρειάζεται ή που θέλει να μάθει. Κοινώς, να στηριχτεί έμπρακτα η ταινία από εκείνους που την έχουν ανάγκη. Η δυνατότητα donation είναι ακόμα ανοιχτή για το κοινό, δεδομένου ότι ακόμα και για την προώθηση και την επικοινωνία της ταινίας υπάρχουν αρκετά έξοδα.