Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2007

Μες στη ρέμβη της Νοτιάς



Ιδιο με κάγκελο φυλακής το κάγκελό μου...
Μα δεν είναι...
Προστατεύει μόνο από τις μπάλες που παίζουν τα παιδια
Κι από πίσω μια ελιά,
Ένα δέντρο σαν οσιομάρτυρας
Και μετά μια λεύκα
Κι ύστερα η αδιάκριτη γραμμή του ορίζοντα
Εκείνη που χωρίζει με ιλαρή ευγένεια τη γή από τη θάλασσα
Κρύφτηκε το νησί της Καλυψώς πίσω από τη σκόνη της κάτω γειτονιάς
Συμπαθείς οι κάτω γείτονες αλλά δεν έχουμε και πολλά πολλά
Μας σέβονται, τους σεβόμαστε
Και μοιραζόμαστε δροσιά και κάψα, και πάνω από όλα το αλάτι.
Τα κοιτάς όλα αυτά και θαρρείς πως τίποτα δεν πρέπει να κατατάξεις πουθενά.
Τα νιώθεις όλα δικά σου
Καμιά φορά οι παραξενιές των ανθρώπων σου θυμίζουν πως είσαι κι εσύ άνθρωπος
Ατέλειωτες φωνές πρόσωπα γεμάτα και μελαχρινά
Μα φέρνουν τον άγριο και ξανθό κώδικά τους
Η ανελέητη ζέστη του νότου
Ο έρωτας φουρφουρίζει, παίρνει μορφές αλλόκοτες
παιδικές, ώριμες, πρώιμες, σταράτες μα πιότερο από ολα
σαν λαμπυρίζοντα σύννεφα του Σέλαος
έτοιμα να αποκαλύψουν το Ουράνιο τόξο.
Νύχτωσε, ήρθε πάλι η χαρά της κρυφής αναμονής

Τα Σέβη μου