Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011

Θανάσης Παπακωνσταντίνου – μια απόπειρα ακρόασης και ανάγνωσης του έργου του- δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Μετρονόμος", τεύχος 39- Δεκέμβρης 2010





Του Αντώνη Περιβολάκη

Υπάρχουν φορές που νομίζεις ότι μια ανώτερη δύναμη έχει δώσει απλόχερα σε μερικούς ανθρώπους κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Είναι όταν νιώθεις ότι η φύση επιτηδευμένα έχει πετάξει στα σκουπίδια κάθε τσιγκουνιά της και προσφέρει - αφειδώλευτα - χαρίσματα σε μερικά δημιουργήματά της. Αλλά και από την άλλη, ακόμα κι αν βγάλουμε τα γυαλιά του ορθολογιστή κι αντί για «φύση» δούμε με ένα απόλυτα προσωπικό τηλεσκόπιο τις ψυχές που σουλατσάρουν ατέρμονα στο σύμπαν περιμένοντας μια ολοκλήρωση, μια … «ένωση» με το Εν, και ταυτόχρονα προικίζουν απνευστί κάποια επιλεγμένα αλητάκια του σιναφιού της ύλης ε, τότε σίγουρα σε αυτά τα αλητάκια που από κάπου εκεί αλλού «τα παίρνουν χοντρά» ναι, σε αυτά τα αλητάκια ανήκει ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου (Θ. Π. στο εξής). Και σε όσους φαίνονται περίεργα και συνάμα υπερβολικά όλα τα παραπάνω σαν εισαγωγή για αυτόν τον τραγουδοποιό μάλλον δεν έχουν ακόμα ανοίξει αρκετά τα αυτιά τους για να δουν αυτά που μπορούν να δουν μέσα από τα δημιουργήματα αυτού του ανθρώπου.
Ίσως για τους πολλούς να μην είναι δόκιμο να μιλάμε με τέτοια λόγια σε ένα μουσικό περιοδικό, όταν αντί για παρουσίαση του έργου ενός καλλιτέχνη φαντάζει σα να προσπαθούμε να κάνουμε προσηλυτισμό στα κελεύσματα ενός μύστη ή ενός αερικού. Όχι, δεν έχουμε τέτοιες προθέσεις, αν και οι αδυναμίες δεν κρύβονται. Εν τούτοις, όσο και αν είμαστε οπαδοί ενός ορθολογισμού, έχει κι αυτός τα όριά του, η ζωή το έχει αποδείξει, και τα εργαλεία του ορθού λόγου είναι επαρκή μέχρις ενός σημείου. Προς επίρρωση μιας τέτοιας «μεθόδου» θα επικαλεστώ τον πρόσφατα χαμένο υπερρεαλιστή ποιητή μας Έκτωρα Κακναβάτο που συνηγορώντας για τέτοιες «μεθοδολογίες» υποστήριξε σε ένα ποίημα του πως

«Όταν η γλώσσα δεν κάνει άλλο παρά να υπηρετεί τον Λόγο καταστρέφει την πάμφωτη αταξία των πραγμάτων• Κι αυτά την εκδικούνται θάβοντάς την στην αιθάλη τους.»

Κάπου εκεί σταματά η λογική και αρχίζει … όχι ο στρατός αλλά η Τέχνη, και μάλιστα η εμπνευσμένα ανεπιτήδευτα Τέχνη, αυτή που ανακατεύει τη Λογική με το Παράλογο, αυτή που αναδεύει τις Μνήμες με τα Όνειρα και με τις Εικόνες της πρόσκαιρης ζωής μας. Αυτή που φωτίζει τα αιώνια αινίγματα της ύπαρξής μας, μας υπενθυμίζει το πρόσκαιρο του πράγματος και , πάνω απ΄ όλα, μάς δίνει την χρειαζούμενη παρηγοριά. Η Τέχνη είναι χωρίς όρια, φτάνει να μην είναι τέχνη για την τέχνη, να μην υπόκειται σε κανόνες, νόρμες και φορμαλισμούς. Είναι αλήθεια πως μια μικρή μόνο μειοψηφία αλλοπαρμένων, αλαφροΐσκιωτων ή πονεμένων ανθρώπων καταφέρνει να ξεφύγει από αυτά τα στεγανά, και το βέβαιο είναι πως τέτοιοι δημιουργοί δεν είχαν και ποτέ στη ζωή τους τέτοιου είδους στεγανά. Είναι Αναρχικοί από γεννησιμιού τους, Αναρχικοί με την πιο υψηλή, ειλικρινή και ευγενή έννοια του όρου, και όσοι τους καταλαβαίνουν και τους αγαπούν κινούνται στις ίδιες έναστρες αλέες. Ο Θ.Π. με την σχεδόν 20ετή διακριτική παρουσία του επιβεβαιώνει την ιδιότητα αυτή: την ιδιότητα του «ανήκειν» σε εγκόσμια και υπερκόσμια χαοτικά σύνολα που ταλαντεύονται ανάμεσα στον πρωτογονισμό και την άπιαστη ομορφιά.


«…Όσες κι αν χτίσουν φυλακές, κι αν ο κλοιός στενεύει,
ο νους μας είναι αληταριό που όλο θα δραπετεύει…»

Όπως σε κάθε τραγουδοποιό τα γεννήματά του αποτελούνται από 2 μέρη: τη μουσική και το στίχο. Αξίζει να παραθέσουμε τη θέση του Θ.Π. σε αυτό το θέμα όπως τη διατύπωσε σε ραδιοφωνική συνέντευξή του πριν από μερικά χρόνια:
«Η μουσική επειδή στηρίζεται στο συναισθηματικό χάος που έχει ο καθένας μέσα του, είναι και πιο απύθμενη, ενώ ο λόγος, κατά την γνώμη μου, έρχεται κάποια στιγμή που στερεύει. Ό,τι είναι να πεις, το λες κάποια στιγμή. Και έτσι μπορώ να πω ότι είμαι πιο κοντά στην μουσική. Από την άλλη μεριά βέβαια αναγνωρίζω ότι ο λόγος κάνει πολύ πιο ευθύβολο το τραγούδι, δηλαδή το στέλνει κατευθείαν στην καρδιά.»
Η μουσική του Θ.Π. δεν είναι εύκολο να ενταχθεί σε κάποιο από τα κυρίαρχα ρεύματα. Αντιθέτως είναι δύσκολο να αναζητήσει κανείς κάποιο είδος που να μην έχει επηρεάσει τον καλλιτέχνη (δημοτική μουσική, ανατολική, λαϊκά, ρεμπέτικα, ροκ, έντεχνα, κλασσική, ατονική, μινιμαλιστική κ.α.). Παρ΄ όλα αυτά, όπως δηλώνει και ο ίδιος αυτό που λατρεύει είναι η δημοτική μουσική με ιδιαίτερη προτίμηση στα Ηπειρώτικα. Σίγουρο είναι ότι ο Θ. Π. δεν είναι μεταμοντέρνος, δεν είναι avant garde. Και αναφέρω αυτόν τον αποκλεισμό επειδή μερικοί επαγγελματίες του είδους εύκολα θα ενέτασσαν τα τραγούδια του σε αυτές τις κατηγορίες. Οι κυριότεροι λόγοι γι΄ αυτήν την κατηγοριοποίηση που ήδη στο παρελθόν έχει πραγματοποιηθεί είναι δύο: πρώτον διότι είναι επαγγελματίες μουσικοκριτικοί και πρέπει να βάζουν δημοσίως ταμπέλες και κουτάκια και δεύτερον επειδή εκ πρώτης όψεως τα δημιουργήματα του Θ.Π. έχουν σαφή υβριδικό χαρακτήρα είτε μουσικά είτε θεματολογικά. Θεωρώ πως στον Θ.Π. (όπως και σε μια μικρή μειοψηφία άλλων δημιουργών) είναι λάθος να γίνονται τέτοιου είδους απόπειρες διότι ο οποιοσδήποτε κριτικός θα ξέφευγε από την ουσία των δημιουργημάτων. Ενώ λοιπόν είναι απολύτως θεμιτό να συζητάμε για ένα προϊόν καλλιτεχνικό, σε περιπτώσεις σαν του Θανάση καλό είναι να παίρνεις πρώτα μια βαθιά ανάσα πριν βυθιστείς στα ζωοφόρα σκοτάδια του. Τηρουμένων των αναλογιών θα λέγαμε πως όσο οι θεωρίες της φυσικής εξηγούν τον κόσμο με την χρήση 3 διαστάσεων τα πράγματα είναι συμβατικά. Όταν όμως εισαχθεί και κάποια 4η ή 5η ή περισσότερες διαστάσεις τότε το παιχνίδι χοντραίνει και το σύνθημά μας για την ερμηνεία του κόσμου πρέπει να είναι ένα: σεβασμός στον στοχαστή που κάτι μας φέρνει!

Η θεματολογία του είναι ένα άλλο τεράστιο κεφάλαιο. Είναι ξακάθαρο από την αποτίμηση του έργου του ότι ο Θ.Π. εν αντιθέσει με τους περισσότερους δημιουργούς, έχει έναν πολύ μικρό αριθμό καθαρά ερωτικών τραγουδιών. Ο ίδιος σε συνέντευξη του ομολογεί:
«…περιγράφω πιο άφυλα συναισθήματα, χωρίς να το επιδιώκω διανοητικά. Εγώ νομίζω πως ο πυρήνας του ανθρώπου δεν είναι το φύλο γιατί άμα το ανοίξεις κι αυτό, είναι όπως ανοίγεις τα φύλλα ενός κρεμμυδιού, το φύλο είναι το πρώτο που συναντάς. Δηλαδή, αυτά που βιώνει κανείς σαν ον και όχι σαν άντρας ή σαν γυναίκα, είναι ακόμα πιο βαθιά τραβηγμένα. Και αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον δεν έχω και πολλά ερωτικά τραγούδια».
Πρόκειται για μια ομολογία – κλειδί στην ακρόαση του έργου του. Ενδιαφέρεται για θέματα που θα μπορούσαν να απασχολήσουν ή να ερεθίσουν τον καθένα μας. Η βροχή, τα άστρα, οι πέτρες, τα δάκρυα, ο άνεμος, τα λουλούδια, τα ζώα, τα ζουζούνια και οι ικανότητές τους, το ξύπνημα, ο έρωτας, το ερωτιάρικο παιχνίδι, η παρέα των φίλων, η δουλειά, τα μωρά, οι γιορτές, το ψέμα, οι γέροι, οι καλόγεροι, ο ύπνος, οι ψυχές των ζώντων και των νεκρών, τα όνειρα, οι υπεραισθητηριακές εμπειρίες. Μέχρι και «αυτό που δεν μπόρεσε να υπάρξει» έχει θέση στη θεματική βεντάλια του Θ.Π. Αυτό όμως που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι οι περισσότεροι στίχοι δεν είναι στιχάκια, δεν γράφτηκαν για να γίνουν ακριβώς τραγούδια. Είναι ποιήματα. Δηλαδή,ενώ αρκετά από αυτά έχουν εικόνες που δεν είναι αφηρημένες εντούτοις αυτά χαρακτηρίζονται από πυκνότητα νοημάτων. Για παράδειγμα η «Βέρα» (CD «Στην Ανδρομέδα και στη Γη») είναι απλές καθημερινές εικόνες και σκέψεις δοσμένες μέσα από ένα γνωστό παραμύθι που σε προβληματίζουν και γελάς, θες δε θες, για τη φύση σου, ενώ το «Σαν αστραπή» (CD «Ο Σαμάνος») εμπεριέχει βαθιά φιλοσοφική σκέψη που δίνεται μέσω της ποίησης. Ο Θ.Π. αγαπά ιδιαίτερα την ποίηση, το λέει και το ξαναλέει και μάλιστα παραδέχεται την αδυναμία του σε έναν ποιητή – φορέα νοηματικής πυκνότητας και Παπαδιαμαντικού θάλπους: το Νίκο Καρούζο. Έναν ορισμό – αφορισμό της ποίησης μας τον έδινε ο Θ.Π. παλιά μέσα από τις συναυλίες του όταν τραγουδώντας το «Άλφα τελεία Μάνθος» (CD «Βραχνός προφήτης», το τραγούδι είναι διασκευή ποιήματος του Χρήστου Μπράβου) δημιουργούσε μια διελκυστίνδα ανάμεσα στον δικό του στίχο «στα δόντια το μαχαίρι» και στην πρωτότυπη ποιητική εκδοχή «τα δόντια στο μαχαίρι».

Ελάχιστες είναι οι φορές που έβαλε στους δίσκους του στιχουργικές δημιουργίες κάποιων άλλων τις οποίες θα δούμε παρακάτω στην παρουσίαση της δισκογραφίας του ενώ δεν δίστασε να «κλέψει» (με την Χατζιδακική έννοια του όρου) φράσεις από άλλα τραγούδια και να τα ενσωματώσει στα δικά του. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις: «η βάρκα μας η κουρελού», ο «Άγγελος -Εξάγγελος» (- προάγγελος της μεταγενέστερης συνεργασίας του με τον Σαββόπουλο;), η ιδιότυπη μουσική διασκευή στα «Κάλαντα»…
Πώς γεννιούνται όλα αυτά; Ποια είναι τα θέματα και ποιες οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εμπνέεται ο Θ.Π.; Χρειάζεται, άραγε, «φύση και ηρεμία» όπως αρκετοί επαγγελματίες του είδους, προκειμένου να εμπνευστεί; Κατηγορηματικά : Όχι! Μας το έχει δηλώσει σε συνεντεύξεις του αρκετές φορές. Μπορεί να εμπνέεται ακόμη και στους 4 τοίχους, εξάλλου «δεν έκανε ταξίδια μακρινά» στη ζωή του. Τι είναι αυτά που κάνει ο Θ.Π.; Πώς δημιουργεί; Ο διάσημος γλύπτης της Αναγέννησης Μιχαήλ Άγγελος έλεγε πως δεν έκανε γλυπτά απλά σκάλιζε τα μάρμαρα για να αποκαλύψει τις μορφές που ήδη υπήρχαν και ήταν κρυμμένες εκεί μέσα. Ο Θ.Π. αποκαλύπτει τις εικόνες και τα μηνύματα που του έρχονται δίνοντάς τους στίχους και μουσική. Πάλι από παλιότερη συνέντευξή του αντιγράφουμε:
«Τι διαμορφώνει αυτές τις καταστάσεις; Θα ξαναπώ πάλι το ίδιο, το χάος. Δηλαδή σκέφτομαι ότι μια ασήμαντη στιγμή στην ζωή ενός δημιουργού, δηλαδή το να κάθεται κάποια στιγμή στα σκαλοπάτια, σε κάποια σκαλοπάτια, και να κοιτάζει τον ήλιο ας πούμε, να κοιτάξει για μια στιγμή στον ήλιο, αυτή η στιγμή μπορεί δημιουργικά να είναι πολύ πιο σημαντική από μια επανάσταση που θα συμβεί στα χρόνια του ή από οτιδήποτε άλλο. Δηλαδή είναι τόσοι οι παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν την πορεία σου που είναι ανεξέλεγκτο, χαοτικό.»
Σε παλιότερη επίσης κουβέντα μας και ενώ συζητούσαμε για την κατά καιρούς παράθεση διαφορετικών και ίσως άσχετων σε πρώτο επίπεδο εικόνων στο ίδιο τραγούδι, μιλάει για ένα είδος «αυτόματης γραφής» που είχαν και οι σουρεαλιστές ποιητές. Έτσι, μιλώντας για την έλευση διαφορετικών εικόνων διαπίστωνε :
«Ήρθαν και μάλιστα προβληματίστηκα και έλεγα μέσα μου: μα πώς μπορεί να έρχονται έτσι όλα αυτά, τα οποία, φαινομενικά, είναι και ασύνδετα; κι όμως τελικά κάθεται καλά, το ακούει και ο άλλος το τραγούδι, το τραγουδάει, δεν παραξενεύει κανέναν αυτή η παράθεση εικόνων. Έχω την εντύπωση, λοιπόν, κι εγώ σαν δέκτης ότι αυτό που τις δένει όλες αυτές τις στροφές και τις μουσικές είναι το πάθος, αυτό περιγράφουνε. Πολλές φορές έχω προβληματιστεί, στη μουσική πιο πολλές φορές, αλλά και στο στίχο, για το πώς «ήρθανε» πράγματα, λες και υπάρχουνε. Πώς έλεγε ας πούμε ο Πλάτωνας ότι το μόνο που υπάρχει είναι τα Αρχέτυπα, κάτι σαν μια Τράπεζα Εικόνων και Ήχων και μετά έρχεται και αναβλύζει μέσα από μένα. Κι εγώ, ξέρεις, είμαι κατά βάση ορθολογιστής. Θέλω να κατανοώ, κυρίως. Έχω καμιά δεκαετία που άνοιξα την πόρτα στο παράδοξο και το ακατανόητο και θεωρώ πως είναι και το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να μας συμβεί στη ζωή. Και μου 'χει κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση, δηλαδή δεν το περίμενα παλιά το ότι μπορεί να είσαι αυτό που λέμε «ενδιάμεσος». Και για αυτό δεν νιώθω και σπουδαίος, ότι εγώ κάνω τάχα κάτι. Απλά, όλα αυτά υπάρχουν κι εγώ είμαι ο «ενδιάμεσος» το «φίλτρο» για να βγουν προς τα έξω...».


«…Κι εγώ από τη Λάρισα σου στέλνω τραγουδάκια…»
Χιούμορ, θυμοσοφία, τραγικότητα, αυτοσαρκασμός, παραθέτουμε μερικά από τα χτυπητά χαρακτηριστικά που διακρίνει κανείς στο σύνολο του έργου του. Κι αν θα έπρεπε να διαλέξουμε μία από τις φράσεις που συμπυκνώνουν την εικόνα του και τη στάση του θα τη βρίσκαμε στο τραγούδι «Το κάλεσμα» (CD «Ο Σαμάνος») όπου με ψυχαναλυτικό μένος ομολογεί τι λαχταρά η ψυχή του:
«Αχ, να 'μουνα καλύτερος, αχ, να μην ήμουν ψεύτης
και το Μεγάλο Κάλεσμα να μη φοβούμουνα»

ερχόμενος στα ίσα του και πιο όρθιος από την φαινόμενη στάση προσκυνήματος που έχει πάρει τα προηγούμενα χρόνια εξαιτίας μιας κύφωσης που προέκυψε από το γεγονός ότι τα «σκουπίδια» που θέλει να βγάλει προς τα έξω «αντί να βγουν στα χείλη του σφηνώνουν στον αυχένα». Προφανώς το «Μεγάλο Κάλεσμα» είναι το κάλεσμα για το Μεγάλο … Πέρασμα που κάποια στιγμή θα κάνουμε όλοι μας.


Είχα τη χαρά σαν φοιτητής να ακούσω τον Θ.Π. πριν από 18 χρόνια περίπου σε μια συναυλία στη Θεσσαλονίκη λίγο πριν εκδώσει τον πρώτο του δίσκο. Είχε έρθει από την γενέτειρά του την - κοντινή στην συμπρωτεύουσα – Λάρισα, για να υποστηρίξει τραγουδιστικά τις καταλήψεις μας, μαζί με τον Σωκράτη Μάλαμα και άλλους καλλιτέχνες. Από τότε ήταν και εξακολουθεί να είναι ντροπαλός με ένα τρόπο που αμφιβάλλω ακόμα αν πείθει, τελικά μάλλον πρόκειται για μια εσώτερη φυσική συστολή που προέρχεται από ένα δημιουργικό στρες … ανεπάρκειας. Αυτοί που είχαμε εκστασιασθεί από αυτό το ελάχιστο που ακούσαμε ανταμειφτήκαμε πλουσιοπάροχα μερικούς μήνες αργότερα όταν ακουγόταν από τα ραδιόφωνα της πόλης μια ξυλουρέικη φωνή να ρίχνει μουσικές «ζαχαρωτές ντουφεκιές» στα αυτιά μας μέσα από έναν σχετικά πρωτόγνωρου τύπου δίσκο: την «Αγία Νοσταλγία». Ο δίσκος ήταν ό,τι και ο δημιουργός του: δίσκος Ο.Κ. («Ο,τι Κάτσει»). Ήχοι πρωτόλειοι, ανεπιτήδευτοι, εκ πρώτης όψεως χωρίς μελέτη μα και χωρίς σπουδή, - νομίζεις στην αρχή πως θα μπορούσαν να είχαν συμβάλλει στη δημιουργία τους οι «Χειμερινοί Κολυμβητές» -φωνές ακαλλιέργητες μουσικά (ήταν οι φωνές του Θ.Π. και του φίλου του Γιώργου Μιχαήλ που ακουγόντουσαν στον πρώτο δίσκο) που ανέδιδαν την ομορφιά και το κιμπαριλίκι του πρωτογονισμού. Κυριαρχούσε ο ήχος της μπουζουκομάνας ένας ad hoc τύπος μπουζουκιού που του το είχε δωρίσει ο Ισίδωρος Παπαδάμου των Χειμερινών Κολυμβητών. Ακόμα και σήμερα, ακούγοντάς τα, μού μοιάζουν σαν τα αγριοκάτσικα που πετάγονται από το ένα απόκρημνο σημείο του βράχου στο άλλο αψηφώντας το άγριο και το κάθετο του βράχου. Έτσι βγήκαν τα πρώτα τραγούδια του, αγρίμια - τραγιά που θα μπορούσαν να γκρεμοτσακιστούν, καθώς ριψοκινδύνευαν να παρουσιαστούν σε μια χώρα που ετοίμαζε το κλίμα της δήθεν γκλαμουριάς. Μα πέφτουν ποτέ τα αγριοκάτσικα; Γι αυτά δεν υπάρχει το πάνω και το κάτω, έτσι και στους πρώτους στίχους του ο Θ.Π. μάς εισήγαγε στην φαινομενική αναρχία της θεματολογίας του που ανέδιδε την αταξία - ανυπαρξία του χρόνου και το μάγμα της ψυχής. Ήταν το 1993. Ο δίσκος περιείχε τραγούδια με θεματολογία πρωτότυπη και ετερόκλητη. Παρελαύνουν οι «Διάφανες Αυλαίες» του Εμπειρίκου, ένα πέρασμα αυτογνωσίας δίπλα στον Πηνειό με εισαγωγή των δίδυμων πιτσιρίκων του τότε Κωνσταντή και Αριστοτέλη, ο αυτοσαρκασμός για το ερωτιάρικο βλέμμα προς τα κορίτσια , ένα αφιέρωμα στον Κομήτη του Χάλεϋ, μια μελοποίηση στον Ομάρ Καγιάμ, και ανάμεσα στα άλλα το τραγούδι – προσευχή «Αγία Νοσταλγία». Έτσι ο Θ.Π. έδωσε το στίγμα του κλείνοντάς μας το μάτι με νόημα «παιδιά, εδώ είμαι, θα πούμε πολλά…»

Το φθινόπωρο του 1995 βρισκόμουν στην πατρίδα μου στα Χανιά και ετοιμαζόμουν να πάω φαντάρος το χειμώνα. Μπήκα σε ένα ολοκαίνουριο δισκοπωλείο της πόλης και καθώς χάζευα γύρω μου με πλησίασε ο άγνωστος σε μένα υπεύθυνος του καταστήματος (αργότερα έμαθα πως λεγόταν Ζοζέφ) και με ρώτησε τι ψάχνω. Του είπα πως χαζεύω γενικά για να ενημερωθώ, με κοίταξε για μια στιγμή, με «έκοψε», και παίρνοντάς με από τον αγκώνα μού λέει «έλα να σου δείξω κάτι που είναι σίγουρα για σένα». Με οδήγησε γραμμή στις καινούριες εκδόσεις και διαλέγοντας ένα CD μού είπε επιτακτικά: «αυτό θα πάρεις!». Και το πήρα… Ήταν το δεύτερο CD του Θ.Π. «Στην Ανδρομέδα και στη Γη». Επρόκειτο για ένα δίσκο αρκετά πιο «σουλουπωμένο» στον ήχο σε σχέση με τον προηγούμενο. Τα τραγούδια όμως κάλυπταν μια ευρύτερη γκάμα και σε έκαιγαν χτυπώντας το κέντρο της ψυχής με ένα απόλυτα λαϊκό τρόπο. Ο φίλος του ο Μάλαμας έμπαινε στο παιχνίδι της συνεργασίας μαζί του στην ερμηνεία και η Μελίνα Κανά είναι η απαραίτητη γυναικεία παρουσία της παρέας. Χαρακτηριστικά τραγούδια αναφέρουμε την «Ανδρομέδα» που έτυχε και μεταγενέστερης συναισθηματικής φόρτισης αφού ο δημιουργός του αναφέρει πως γνώρισε άνθρωπο που ζήτησε σαν πεθάνει να του το τραγουδήσουν πάνω από τον τάφο… Το τραγούδι «κάτω απ΄ το μαξιλάρι» αναφέρεται σε εκείνες τις καταστάσεις που βιώνουν οι άνθρωποι κατά τη διάρκεια του ύπνου τους όταν έρχονται σε επαφή με τις ψυχές που τους αγαπούν. Τραγούδι παρηγοριάς και τόλμης για όσα δεν τολμάμε να πούμε πως μας συμβαίνουν. Η αναρχική «Τράτα» περιδιαβαίνει το Σύμπαν με επιβάτες όλη την μεγάλη, πολύ μεγάλη παρέα του δημιουργού. Από μια ντουζίνα διαμάντια που έχει ο δίσκος είναι αλήθεια δύσκολο να μην ξεχωρίσουμε το «Άστρο του Πρωινού» το οποίο δεν έχει στίχους του Θ.Π. αλλά είναι διασκευή ενός ινδιάνικου ποιήματος. Κατά τη γνώμη μου είναι ένα από τα πιο εμβληματικά τραγούδια του.

Αυτήν την περίοδο ο Θ. Π. είναι, κυριολεκτικά, ένα «ηφαίστειο» δημιουργικότητας. Το 1996 εκδίδει το CD «Της Αγάπης Γερακάρης» όπου καθιερώνει και τυπικά για το επόμενο διάστημα ως «μούσα» του την Μελίνα Κανά. Κατά κάποιο τρόπο έχει ένα ύφος μεταξύ μπαλάντας και λαϊκού. Είναι όλοι οι στίχοι δικοί του έχει απαλή μελαγχολική φιλοσοφική διάθεση και η θεματολογία του κινείται πάνω – κάτω στα ίδια μοτίβα με τα προηγούμενα αλλά σε πιο χαμηλούς και μελαγχολικούς δρόμους. Η «Φεϊρούζ» είναι ένα τραγούδι που αναφέρεται στη γνωστή ερμηνεύτρια του Λιβάνου ενώ το «Έρημα Κορμιά» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν μια βαθιά εσωτερική αναζήτηση για τον εξωτερικό τύραννο που ντύνει την ψυχή μας. Στον ίδιο δίσκο υπάρχει ένα ακόμη τραγούδι – έμβλημα του Θ.Π., είναι ο «Αποσπερίτης» τραγουδισμένος από τον ίδιο, ένα τραγούδι που για χάρη του έχουν ανάψει … εκατομμύρια αναπτήρες στα live του ενώ πολλοί παρευρισκόμενοι δύσκολα συγκρατούν τα δάκρυα από την ένταση.
Η Μελίνα Κανά εμφανίζεται ως η βασική ερμηνεύτρια και του επόμενου δίσκου. Είμαστε το 1998 και κυκλοφορούν τα «Λάφυρα» με τη συμμετοχή του συγκροτήματος Ashkhabad στις μουσικές εκτελέσεις στα 10 από τα 12 τραγούδια του δίσκου. Ο δίσκος φαίνεται πως συνιστά ένα, κατά κάποιο τρόπο, παραγνωρισμένο έργο του καλλιτέχνη. Πρόκειται για μια υψηλού επιπέδου λαϊκή έως και «πανηγυρτζίδικη» δουλειά στην οποία ο δημιουργός ικανοποιεί με κόπο, και με τη βοήθεια συνεργατών της LYRA, το μεράκι του να συνεργαστεί με το συγκεκριμένο συγκρότημα που έρχεται από το Τουρκμενιστάν. Εν τούτοις είναι στο μεγαλύτερο μέρος της Διονυσιακό προϊόν ικανό να λυτρώσει εκστατικά με το σώμα τον ακροατή. Τα τραγούδια που έγιναν κατά κάποιο τρόπο … σουξέ είναι το «Βάλε κρασί» και το «Μιλώ για σένα». Εκτός των άλλων υπάρχουν δύο οργανικά, και τα ερωτικού χαρακτήρα «Απόψε» και «Όποιος αγάπησε δεν ξέρει να το πει». Αξίζει όμως σε αυτό σημείο να σταθούμε στο τραγούδι «Λάθος μοιρασιά» που οι στίχοι του ανήκουν στην Αδριανή Διαγουμά. Ουσιαστικά είναι ένα δύσκολο τραγούδι με πολύ λίγες ακροάσεις ίσως επειδή χαρακτηρίζεται από σπάνιο συνδυασμό ποιητικότητας, πόνου, τραγικότητας και σπαραγμού. Θα έλεγε κανείς πως γράφτηκε σε κατάσταση απόγνωσης και πιστεύω πως ο καλλιτέχνης θα έπρεπε να το αναδείξει περισσότερο, τραγουδώντας το στις συναυλίες του αφού σπάνια βλέπουμε ο πόνος σε όποιο επίπεδο κι αν βρίσκεται να μπορεί να παράξει τόσο φευγαλέες δημιουργίες.

Περνάνε 3 ολόκληρα χρόνια και έρχεται μια Μεγάλη Στιγμή και για τον Θ.Π. αλλά και για την ελληνική δισκογραφία. Το 2000 βγαίνει ο «Βραχνός Προφήτης», δίσκος κατ΄ εξοχήν πρωτοποριακός, απαύγασμα ωριμότητας, υπομονής, θάρρους, γνώσης, εσωστρέφειας, εξωστρέφειας και … λαϊκού ερίσματος. Δεν θα μπορέσω να ξεχάσω ποτέ το σφάλμα που έκανα τότε: ζώντας στη Λάρισα εκείνα τα χρόνια και μόλις έχοντας ακούσει τον «Βραχνό Προφήτη», όντας παραξενεμένος και αρνητικός στην αρχή, συνάντησα τυχαία στον δρόμο τον Θ.Π. και σε μια κουβέντα μαζί του τού είπα: «μα είναι πράματα αυτά που έγραψες; Τι είδους πειραματισμοί είναι αυτοί;». Ομολογώ πως όχι μόνο δεν παρεξηγήθηκε αλλά το θεώρησε και δεδομένο μιας και η πρότασή του ήταν πολύ ριζοσπαστική και ταυτόχρονα εσωτερική. Ήταν δίσκος … «του θανάτου» κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αλλά όπως τα καλό κρασί θέλει το χρόνο του για να ωριμάσει, όπως τα ποιήματα συχνά δεν γίνονται κατανοητά με τις πρώτες αναγνώσεις έτσι και ο «Βραχνός Προφήτης» ωρίμασε μέσα μας καθώς έσκαβε μέσα στο συλλογικό μας ασυνείδητο και μας ξεγύμνωνε. Σε τι να πρωτοσταθεί κανείς; Στον Μπάμπη Παπαδόπουλο με τις κιθάρες του, στον Γιάννη Αγγελάκα με την μπαλάντα - κραυγή «Όταν χαράζει», στο τραγούδι σήμα κατατεθέν «Πεχλιβάνης» που μας δημιούργησε στην αρχή την εντύπωσε ότι … χάλασε το στερεοφωνικό μας καθώς η μουσική αναλύεται σε δύο εκρηκτικές ηχητικές συνιστώσες: αυτήν της ηλεκτρικής κιθάρας στο ένα ηχείο και αυτής του τζουρά στο άλλο; Στο σπαρακτικό διπλό τραγούδι «Γριές» που σε περνά από τα λιβάδια της Ελασσόνας με μια στροφή στα Λιβάδια των Ηλύσιων Πεδίων του Άλλου Κόσμου; Σταματάμε την παρουσίασή του εδώ. Αρκεί να αναφερθεί ότι σε φετινό δημοψήφισμα των αναγνωστών του περιοδικού «Δίφωνο» ο «Βραχνός Προφήτης» αναδεικνύεται ο καλύτερος δίσκος της δεκαετίας του 2000…
Στο ίδιο δημοψήφισμα οι αναγνώστες του περιοδικού αναδεικνύουν την «Αγρύπνια» ως τον 3ο καλύτερο δίσκο της δεκαετίας (μετά το «Ένα» του Σωκράτη Μάλαμα). Η «Αγρύπνια» κυκλοφόρησε το 2002 και ουσιαστικά συνεχίζει τον δρόμο που άνοιξε ο «Βραχνός Προφήτης». Είναι αρκετά πιο εσωτερικός με ατμόσφαιρα κάπως ομιχλώδη και σκοτεινή. Ο Μπάμπης Παπαδόπουλος παίζει κυρίαρχο ρόλο στο έργο αυτό ενώ οι ποιητές Tristan Corbiere και Γιάννης Ζαρκάδης δίνουν το παρόν με τα τραγούδια «Αγρύπνια» και «Να βγαίνεις απ΄ το όνειρο». Το ένα σχετίζεται με την κατάσταση του μη – ύπνου ενώ το άλλο αναφέρεται στις γνωστές «εξωσωματικές εμπειρίες» στην κατάσταση του ύπνου. Το ορχηστρικό «Ενύπνιο» έχει επίσης σαν εφαλτήριο την οραματική κατάσταση μεταξύ ονείρου, ύπνου και πραγματικότητας (ο αρχαιοελληνικός όρος είναι η σπανιότατη λέξη «ύπαρ» και τον αναφέρει μεταξύ άλλων και η Ζυράννα Ζατέλη στο «φως του Λύκου») Οι «Άδειοι Τόποι» κινούνται σε παράλληλη τροχιά με τα προηγούμενα αφού κι αυτοί μιλάνε για τον κόσμο του Μορφέα, τον κόσμο των ονείρων όπου «γευόμαστε την αύρα των ψυχών». Σε αυτό το σημείο θα σταθούμε και στον τέταρτο ποιητή που κάνει την εμφάνισή του τον «πολυώνυμο» Καβαφικό Πορτογάλο Φερνάντο Πεσσόα στον οποίο είναι αφιερωμένο το “Rua da Bella Vista” με τον φωτεινό μεταφυσικό στίχο «Γλυκά θα ανοίξει η κλειδαριά της Πόρτας για το Σύμπαν»
Ουσιαστικά η «Αγρύπνια» εγκαινιάζει και μια νέα περίοδο πρωτόφαντης δημιουργικής συνεργασίας του Θ.Π. στις ζωντανές του εμφανίσεις με τους «Λαϊκεδέλικα» ήτοι: Μπάμπη Παπαδόπουλο στις κιθάρες, Αλέξη Αποστολάκη στα τύμπανα, Γιώργο Μπαντούκ – Αποστολάκη σε κιθάρες – πλήκτρα – μπάσο - φυσαρμόνικα, Δημήτρη Μπασλάμ στο ακουστικό μπάσο, Δημήτρη Μυστακίδη στην ακουστική κιθάρα και το λαούτο, Φώτη Σιώτα σε βιολί - πλήκτρα και Παντελή Στόικο σε τρομπέτα και μελόντικα. Εδώ ακριβώς έρχεται ένα άλλο Διονυσιακό αερικό, η Μάρθα Φριντζήλα που γίνεται η νέα «μούσα» του Θ.Π. Η σκηνική της παρουσία αλλά και η φωνή της έγιναν, όπως είναι φυσικό , αντικείμενο συζητήσεων με θετικά και αρνητικά σχόλια από τους οπαδούς του αλλά γρήγορα το σχήμα ωρίμασε και η μαγιά έδεσε καλά, όπως απέδειξε το πέρασμα των χρόνων. Οι συναυλίες τους μεταβλήθηκαν σε ιεροτελεστίες – εξιλέωση της ψυχής και του σώματος και άφησαν τη δική τους σφραγίδα στα συναυλιακά χρονικά της χώρας καθώς αν λάβει κανείς υπόψη του τη θεματολογία και τα μουσικά είδη του Θ.Π. που παρελαύνουν σε μία - τουλάχιστον 4ωρη - συναυλία του, δεν σου αφήνουν περιθώρια να μην νιώσεις αισθήματα εξαγνισμού. Έτσι, Το 2004 εκδίδονται τα «Ζωντανά» που η χιουμοριστική πλευρά του τίτλου παραπέμπει στο επαρχιακό συνώνυμο των «ζώων» της αγροτικής ζωής. Μάλλον δεν ήταν και τόσο πετυχημένη δισκογραφικά πρόταση αλλά κατά το μάλλον ήττον η έκδοση του δίσκου ήταν αποτέλεσμα μιας συνεχούς απαίτησης των φαν του δημιουργού. Εκφράζοντας προσωπικό παράπονο θα έλεγα ότι κακώς δεν συμπεριλήφθηκε στον δίσκο η παραδοσιακή «Μηλιά» σε εκτέλεση της Φριντζήλα.
Κανένας άλλος δίσκος δεν με έχει ταξιδέψει τόσο πολύ στις πιο βαθιές μου ανησυχίες όσο «Η Βροχή από κάτω» (2006). Μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ο δίσκος δεν μαστορεύτηκε σε αυτόν τον κόσμο αλλά μάλλον κάπου αλλού και μάλιστα ένιωσα παραλληλισμούς με έργα που κινούνται σε επάλληλους κόσμους όπως αυτά τα έργα του συνθέτη Γιάννη Χρήστου. Η «Βροχή από Κάτω» είναι αντικειμενικά ένας «δύσκολος δίσκος» και υπερβαίνει κάθε συμβατικότητα. Βυθίζεται υπαρξιακά, αγγίζει το μη υπαρκτό, φέρνει μπροστά στα μάτια μας τις πιο σκοτεινές και ανεξερεύνητες πλευρές μας. Είναι δίσκος ερεβώδης και σκοτεινός αλλά σε αυτά τα ερέβη υπάρχουν σπαράγματα από πεταλούδες, βαριαναστενάγματα, ραδιοπαράσιτα, αυτοσχεδιασμοί με σταφύλια (Διονυσιακό), ο Καρούζος, οι στίχοι του Λόρκα... Η περίφημη «αναγωγή της κυματοδέσμης» που λένε στην Κβαντική Φυσική όταν θέλουν να μιλήσουν για την αποκάλυψη μέρους μιας, υπερβατικής για τα λογικά δεδομένα, κατάστασης ενός σωματιδίου, αυτό ίσως είναι η «Βροχή από κάτω», κι ένα φιλί ζωής μέσα από το Θάνατο. Το σίγουρο όμως είναι πως πρόκειται για μια προσωπική λύτρωση του Θ.Π., μια «κατάσταση» που την αποτύπωσε και την επεξεργάστηκε εν πολλοίς στο στούντιο του σπιτιού του. Τα κέρδη του από το δίσκο; Προφανώς η υπέρβαση και ο εξαγνισμός (ο δικός του και όσων πιστών…). «Κι όποιος θάνατο φοβάται θα τον κουβαλάει στους ώμους…»
Άραγε, άγχος κατέλαβε τον Θ.Π. μετά την δημιουργία στρατοπέδων αποδοχής και απόρριψης της «Βροχής από κάτω»;. Δύσκολο να το πει κανείς, πάντως την ίδια χρονιά και μερικούς μήνες αργότερα κυκλοφορεί τον δεύτερο μέσα σε ένα χρόνο δίσκο του με τον τίτλο «Ο Διάφανος». Δουλειά που φάνηκε να πατά σε πολλές βάρκες μαζί και κατά τη γνώμη μας λιγότερο εμπνευσμένη από προηγούμενες. Πιστεύω πως δεν χαρακτηρίζεται από συνοχή και ενιαίο πνεύμα όπως οι προηγούμενοί του. Αυτό δεν είναι απαραίτητα αρνητικό αλλά σίγουρα δεν μπορεί να καταταχθεί στις πιο καλές στιγμές του. Δεν έχει να κάνει σε τίποτα με την εκστατική ατμόσφαιρα που παράγουν τα προηγούμενα έργα του, με εξαίρεση το ομότιτλο τραγούδι «Διάφανος» και την «Περσεφόνη» του Κάτω Κόσμου αμφότερα σε ερμηνεία της Φριντζήλα. Στα 13 κομμάτια συναλλάσσονται το προηγούμενο πλαίσιο με τη σκωπτική προς το Χάρο διάθεση στα « Παξιμάδια», με την ερωτηματική μη βιωθείσα μεταναστευτική νοσταλγία προς την «Αμερική» και με την πλακατζίδικη παρεϊστικη συχγορωδιακή διάθεση της «μοσχαροκεφαλής» των πατσατζίδικων της Λάρισας. Τα περισσότερα αποτελούν ένα συμμάζεμα αδημοσίευτων τραγουδιών που ακούγονταν τα προηγούμενα χρόνια στις ζωντανές παρουσιάσεις με τους Λαϊκεδέλικα. Επίσης δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο «Διάφανος» σηματοδοτεί και τη διακοπή της συνύπαρξής του με την παρέα των Λαϊκεδέλικα. Αυτή η διακοπή προφανώς δεν ήλθε καθόλου αβίαστα για τον ίδιο τον Θ.Π. και κατά κάποιο τρόπο αυτό εκφράζεται και στο εξώφυλλο του δίσκου, συνεπώς, πρόκειται για ένα τέλος, κατά το μάλλον ήττον, προσωρινό…


Ίσως δεν έχουν γραφτεί τα τελευταία χρόνια τόσα πολλά αντικρουόμενα πράγματα για δίσκο της εγχώρια παραγωγής όσο για την συνεργασία του Θ.Π. με τον Διονύση Σαββόπουλο στον «Σαμάνο» του 2008. Η συνεργασία τους προήλθε μετά από επιθυμία του Θ.Π. να τραγουδήσει τραγούδια του ο sui generis δημιουργός Νιόνιος. Ήταν ένα όνειρο πολλών χρόνων που πήγαζε από το θαυμασμό που έτρεφε ο ίδιος προς το πρόσωπο το Σαββόπουλου από τα παιδικά του χρόνια λόγω της ιδιαίτερης επιρροής που είχε ασκήσει επάνω του το έργο του τελευταίου. Αυτή η συνεργασία περπάτησε και δισκογραφικά και σε επίπεδο πωλήσεων αλλά και σε επίπεδο ζωντανών παραστάσεων. Η πλειοψηφία των φίλων του Θ.Π. τον στήριξε με την παρουσία της, εν τούτοις υπήρχε σε όλη τη διάρκεια των live καθώς και των δημόσιων και ιδιωτικών συζητήσεων ένα κούμπωμα, ένα αίσθημα πικρίας και μια στυφή επίγευση. Και αυτά λόγω της δημόσιας εικόνας και των δημόσιων θέσεων του Σαββόπουλου τα τελευταία χρόνια σε πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Ο «Σαμάνος» είναι ένας δίσκος με θεματική, συνθετική και πνευματική συμπάγεια. Ξεφεύγει από τα καθ΄ ημάς και ταξιδεύει στην Κάτω Ελλάδα της Ιταλίας, στο τελευταίο τσιγάρο που κάνει ένας γελαστός (και μη γελασμένος) Σαμάνος δευτερόλεπτα πριν την εκτέλεσή του, στα σκοτεινά «Ορυχεία» του μέσα μας – σε επανεκτέλεση από τον Σαββόπουλο μετά τη «Βροχή από Κάτω» - σε «Αυτό» που κάνει τον Θ.Π. να φτιάχνει τραγούδια και μουσικές. Την ενορχήστρωση ανέλαβε και εδώ αλλά και στα live η εξαίρετη Βάσω Δημητρίου Ο «Σαμάνος» είναι ένας «ήλιος με δόντια» για την ελληνική δισκογραφία και κυρίως για τους θιασώτες των έργων του Θανάση.

Η ιστορία συνεχίζεται. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, στις αρχές του 2011 έρχεται το νέο CD του με τον τίτλο «Ελάχιστος Εαυτός». Για τη δουλειά αυτή όπως και για αρκετά θέματα θα βρείτε σε άλλες σελίδες του τεύχους σε μια μοναδική ανάκριση που του έκανε ο Ηρακλής Οικονόμου. Πάντως δεν θα ήταν σωστό να μην αναφερθούν οι συνεργασίες του και συμμετοχές του σε δίσκους των Σωκράτη Μάλαμα, Σοφίας Παπάζογλου, Φένυας Παπαδόδημα, Δημήτρη Μπασλάμ, Λιζέτας Καλημέρη, Γιάννη Χαρούλη. Με τον τελευταίο ετοιμάζει ξεχωριστή δισκογραφική συνεργασία. Θα ήταν επίσης σοβαρή παράλειψη να μην αναφέρουμε το δίσκο “Second Hand” του συγκροτήματος Night On Earth που διασκεύασαν πριν από 2 χρόνια κυρίως στα αγγλικά, τραγούδια του Θ.Π. με έναν απρόσμενο τρόπο. Κατά την άποψή μου η προσέγγισή τους παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον γιατί κινείται στην ατμόσφαιρα της σκέψης του Θ.Π. αλλά οι δρόμοι είναι πολύ διαφορετικοί.
Και κάτι τελευταίο: Πριν από 3 χρόνια προβλήθηκε μια ταινία - απόπειρα του σκηνοθέτη Θανάση Παπακώστα (αναπάντεχη παρ΄ ολίγον συνωνυμία) προκειμένου να καταγράψει τον Θ.Π. κυρίως μέσα από τις ζωντανές εμφανίσεις του. Τίτλος της «Στα κέρατα του ταύρου». Ίσως θα της ταίριαζε και ο υπότιτλος: «Θ.Π. live – ήμουν κι εγώ εκεί»... Νομίζω πως είναι κουραστική οπτικά, διακρίνεται από υπερβολή και, κυρίως, δεν βοηθά να προσεγγίσουμε περισσότερο τη σκέψη και τον προβληματισμό του ανθρώπου για τον οποίο φτιάχτηκε. Μέσα σε αυτές τις λίγες σελίδες ίσως να μην το καταφέραμε ούτε εμείς, αλλά, αν μη τι άλλο, ελπίζουμε να δώσαμε το ερέθισμα να έρθουν κι άλλοι άνθρωποι πιο κοντά σε μοναδικά γεννήματα τόσο σπάνιων ανθρώπων όπως είναι ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. «… για εκεί σας κλείνω ραντεβού…»

σ.σ. για περισσότερες λεπτομέρειες μπείτε στην ιστοσελίδα «Κοιλάδα των Τεμπών» http://www.koiladatwntempwn.gr



Σύντομο Βιογραφικό
Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου γεννήθηκε στις 26 Απριλίου του 1959 στον Τύρναβο. Κρατά ως σημαντικότερη ανάμνηση σήμερα το «άρωμα απ' το βρεγμένο χώμα» και τα παραδοσιακά τραγούδια που τραγουδούσαν στα χωράφια οι γονείς του. Στη Θεσσαλονίκη σπουδάζει μηχανολόγος-μηχανικός ενώ στη συνέχεια υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία στην Κοζάνη κάνοντας «αγρύπνιες» στα ταβερνάκια της πόλης. Μετά το στρατό αρχίζει να ασχολείται με την κατασκευή μουσικών οργάνων όπως μπουζούκια, μπαγλαμάδες, τζουράδες και λαούτα. Σήμερα ζει σε ένα χωριό της Λάρισας και ασχολείται αποκλειστικά με τη μουσική αφού εργάστηκε για χρόνια «στης ΔΕΥΑΛ τα χαρακώματα», ως εργολάβος δημοσίων έργων. Είναι παντρεμένος και έχει δύο δίδυμα αγόρια, τον Κωνσταντή και τον Αριστοτέλη. Ξεκινά γράφοντας στιχάκια. Στα 19 του πλησιάζει το Μάνο Λοΐζο προτείνοντάς του έξι από αυτά, «αδόκιμα και καθόλου καλά», όπως τα χαρακτηρίζει σήμερα. Η δουλειά του συνθέτη πάνω στα τραγούδια αυτά χάνεται με το θάνατό του το 1982 και η επικείμενη συνεργασία σταματά πριν ολοκληρωθεί. Λίγα χρόνια αργότερα δίνει κάποια άλλα στιχάκια του στην Ελευθερία Αρβανιτάκη και στην Οπισθοδρομική Κομπανία, χωρίς όμως να δισκογραφηθούν. Η πρώτη του παρουσία στο χώρο γίνεται τελικά μέσα από το διαγωνισμό Μουσικοί Αγώνες Κέρκυρας που διοργάνωνε ο Μάνος Χατζιδάκις. Ο διαγωνισμός ηχογραφήθηκε ζωντανά και κυκλοφόρησε ο δίσκος Κέρκυρα '82 - Αγώνες ελληνικού τραγουδιού - Τα 25 τραγούδια. Ο Θανάσης συμμετείχε με το τραγούδι «Η χελώνα» -ένα «περίεργον λαϊκό» σύμφωνα με την παρατήρηση του Μάνου Χατζιδάκι- που ερμήνευσε ο Πάνος Τσαπάρας. Δύο χρόνια αργότερα, το Δεκέμβρη του 1984, θα κυκλοφορήσει ο δίσκος Διαίρεση του συνονόματού του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Ο πασίγνωστος τώρα πια «Μαύρος Γάτος» και ο «Λεγεωνάριος» είναι τα δύο τραγούδια, τους στίχους των οποίων υπογράφει ο Θανάσης.

Πηγή: «Κοιλάδα των Τεμπών» ο ιστότοπος των φίλων του Θανάση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: