Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2007

Το Βαλς του Ενστίκτου


Χόρεψαν τα ξωτικά
Τόσο πολύ αγριεύτηκαν από την απόγνωση των ανθρώπων
Οι άνθρωποι ξένοι ανάμεσά τους
Άνθρωποι της Σκοτεινής και της Γαλάζιας Θάλασσας
Να ερίζουν για το Δέντρο της Γνώσης του Καλού και του Αληθινού.
Πόση αλήθεια κρύβει η θάλασσα!
(στο χώμα την τρώνε τα σκουλήκια)
Ας αρχίσει ξανά ο χορός, ΤΩΡΑ!
Τώρα που εγώ δεν θέλω να χορέψω
Θέλω να βλέπω στα σκοτάδια πλυμένων με άμμο μηρών
Να μη διακρίνω ούτε κι αυτά
Ούτε τα τινάγματα, ένθεν και ένθεν των καρωτίδων
Θέλω μόνος στα βράχια να μιλήσω
Να μου που αν τελειώνει, επιτέλους...
Όσο το βλέμμα αναστοράται τα χάδια στα σάρκινα βαθουλώματα
Όσο ο χορός των ξωτικών κρατά
Όσο δεν αρχίζει ο χορός των δερβίσηδων
Τα Βράχια της Νοτιάς, σε μένα, μόνο σε μένα θα δίνουν άφεση αμαρτιών
φωτίζοντας την διάφανη και περήφανη γύμνια των αληθινών ανθρώπων
Ήρθε η ώρα να χορέψουμε στην άμμο το Βαλς του Ενστίκτου

Το Βαλς του Ενστίκτου


Χόρευαν τα ξωτικά
Μια ορχήστρα αγγέλων έσπαγε τα νύχια της
Πάνω στα βιολοντσέλα
Ένα Τάγμα Αγγέλων, αφού το θέλετε,
Ξέσκιζε τις χορδές των βιολιών σαν να ήταν γκρανκάσες
Τη λάτρευαν με φθόνο εκείνη τη μουσική
Λες και αυτή ήταν κρυμένη και τους έκανε παιχνίδια μέχρι να τη βρούν
Πίστευαν - τα Αγγελούδια, βέβαια - πως η μουσική υπάρχει
Σε ένα υπεροχα αόριστο Μεγάλο Κάπου
Κι αυτοί μάτωναν τα νύχια τους για να την ξεθάψουν
Κάτω από δροσοσταλίδες, μέσα στη Λάβα του Πλήθους
ή στα εμέσματα των μελισσών που τρώνε ζάχαρη αντί για μέλι
Στις χοάνες των πλοίων και στις θάλασσες, τις γεμάτες βότσαλα
τις γεμάτες Άμμο, Άμμο, Άμμο
Χόρεψαν τα ξωτικά στις μνήμες των επερχόμενων ανθηρών ετών
και ειρωνεύτηκαν με την καρδιά τους
Το Φεγγάρι, τον Ήλιο (στο γέρμα του), το χαρτί και το μολύβι
Και αγκαλιάστηκαν
πάνω στο κατακρεουργημένο Βαλς
των κραυγών των Αγγέλων,
όταν με πύρινες γλώσσες Αυτοί αντί για δοξάρια
τους έπαιζαν το Βαλς του Ενστίκτου