Πήρε τη μεγάλη απόφαση να περπατήσει στο τσιμέντο
Μα ήταν φρέσκο και βούλιαξε μέσα στις αναμνήσεις της
Της τείναμε χέρι βοηθείας
Αλλά οι αναμνήσεις της και οι αναστολές της δεν είχαν έλεος
Οπισθοχωρεί, χορεύει σε σκοτοδίνες βενζόλιου
Πέφτει!...
Επανέρχεται με τριγμούς και οδυρμούς
Σε ένα Πανδοχείο στη μέση της επαρχιακής οδού «Θέλω – Ορίζομαιι»
Σφίξαμε τα χείλη, προτάξαμε τα στήθη μας
Της φωτίσαμε το πρόσωπο
Κι είδαμε τη φωτιά στις κόρες της
Τις αστραπές στις παρειές της
Τους δαιδαλώδεις ηλετροφόρους αγωγούς της υπόφυσης
Της στείλαμε ανάσες με χείλη κρεμώδη
Της στείλαμε κεραυνούς από τα βάθη της Ιωνίας
Και μέντα από την Ζώνη της Ιππολύτης
Κι αυτή μας ανταπέδωσε ανάσες από φρέσκο χιόνι
Και εκπνοές χλωροφόρμιου
Με υψηλούς δείκτες Ελ-Ες-Ντι
Και με γαλήνη παιδική
Κάτι έπρεπε να φυλάξουμε από το μέλλον της, από τα παιδιά της
Ύστερα ξέσπασε σε ψιθύρους βουρλίζοντας τους Τροπικούς
Για πρωινό προτίμησε ίνες αμιάντου παρμένες από τις κόγχες πρωτόπλαστων
Σερβιρισμένες στο Μεγάλο Όραμα!...
Όλα πήγαν καλά.
Ανάψαμε τα φώτα της Στρογγυλής Πλατείας για να φωτίσουν τη μέρα μας.