Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2007

Sui generis


Ας υπάρξουμε και αύριο…
Ποιος ξέρει;
Ίσως περάσει ο ξωμάχος της Καρχηδόνας
Αυτός που λάτρεψε τους Βογόμιλους

Καλή ιδέα! Ας πιούμε στην αντιστροφή των ρόλων!...
Φόρεσε εσύ τώρα τα τεχνητά επινεφρίδια
Πως είπατε;… Δεν βλέπετε καλά;…
No problem, dear...
Θα κάνουμε άμβλωση των δακρυικών σας αδένων
Μη! ξέρετε, είμαι ευσυγκίνητος και με πειράζει η υγρασία
Μου προκαλεί προκάρδιο άλγος, to tell the truth…
Όμως θα βρω τα σημεία καμπής των νεοσσών
Και θα προσφέρω ανυπερθέτως θυσίες στους Οφιούχους.

Πρόσθεσα κι άλλο κουμπί στο πληκτρολόγιο
Γράφει «γράψε ποίημα», δεν είναι χάρμα;

Μονόλιθε, ας υπάρξουμε και αύριο, μονάχα για ένα αύριο, ε;;;

Από το Δέρμα του Φιδιού


Κάηκαν οι άνθρωποι της βροχής
Και γέμισε ο τόπος με γιορτή
Και Αγάπη, τόση πολλή Αγάπη!
Ανυπέρβλητα οδυνηρή και λασπωμένη
Με ακρωτηριασμένα μετατάρσια
Παντιέρες διαλαλούσαν την ανάσα της
Και μέσα στην Αγάπη είδε ψυχές καταχθόνιες
Νεκρούς της βαβυλώνας.
Πέτρες του Σινά ρέουν στις φλέβες του
Είναι οροθετικός. Σκέφτεται!...
Δεν μπορεί να υπομένει την Αγάπη
Ω αγαπητέ! don’t worry
Δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας,
Το νόσημά σας είναι αυτοάνοσο
Μια εκτίναξη αστραπής και λοιδορίας
Σαν τα Ερέβη της Μεγάλης Παρασκευής
Ευχαριστώ γιατρέ, τα λέμε σε κάποια άλλη ζωή…

Ο συριγμός


Πάλι σκέφτεσαι με τ΄ ακροδάχτυλά σου
Χλευάζεις τους μαστροπούς ποιητές
που σέρνονται τις νύχτες στα κατώφλια

Η τιμωρία σου θα είναι το Μαύρο Δωμάτιο
Με την υγρών κρυστάλλων οθόνη
Μη χαίρεσαι…
Θα τη βάλουμε για να μπορεί να κλαίει μαζί σου

Προσοχή! Είπα πριονίζεις και όχι ιονίζεις

Υδράργυρος στον ακουστικό πόρο;
Μα αυτό είναι θαυμάσιο
Και βδέλλα στον νωτιαίο μυελό…
Πριονίζεις την έρπουσα διαταραγμένη σου λίμπιντο
Νωρίς το θυμήθηκες αγαπητέ
Είπα πριονίζεις και όχι ιονίζεις
Σύνελθε.
Ακόμα χαίρεσαι με τη χαρά; (σύστιχο το λέγαμε αυτό)
Και πόσα μονοπάτια ακόμα με ποιήματα…
Ας σε έχει καλά ο Όσιρις στο Μαύρο Δωμάτιο
Εγώ περιμένω τον συριγμό των τεθνεώντων

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2007

Το μέσα βλέμμα


Μέχρι και οι λαμπτήρες έσβησαν μόνοι τους
Δεν άντεξαν, από ντροπή να φωτίζουν τις σκέψεις μας
Νιώσαμε υγροί και σκοτεινοί ως το μεδούλι
Σαρκάσαμε την ανοχή του οίκου μας
Ταπεινωμένοι ενώσαμε τα χέρια
Συμφωνίες στο φως του σκότους
Γλείψαμε την αλήθεια που ζει στις σκιές
Στις σκιές που αφήνουν οι παρακαταθήκες
Κι ήταν 4 το πρωί όταν φύσηξε ο αγέρας
Και σκίρτησε το άτιμο πονηρό ζουλάπι
Λες και έψαχνε πώς θα στείλει ορδές να μας κατασπαράξουν
Λες και δεν μπορούσαμε να το πράξουμε μόνοι μας…
Χτύπησαν κόκκινο οι κόρες των ματιών
Τόσο σκότος … τόσο σκότος ίδιο με το Λευκό Φως της Σωτηρίας
Λίγο ακόμα και θα εκραγούν οι κόρες των ματιών
Δε βλέπουν, δεν αντιφεγγίζουν, μόνο γυρίζουν
Με απροσδιόριστο σπιν…
Δεν μας πείραξε
Τις αφήσαμε να σπάσουν
Ρουφήξαμε τα υγρά τους ως την παρεγκεφαλίδα
Είδαμε ο ένας τα βλέμματα του άλλου 
είδαμε τα Φαντάσματα που μας ερεθίζουν
Και ζήσαμε ευτυχείς στο σκότος…