Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009

"μην πιάσαν τον Αλδεβαράν, μην κλέψανε τα άστρα;..."


Είναι πολύς ο θόρυβος της πόλης και συνάμα βαρύς ο θόρυβος της ζωής όταν αυτή εισχωρεί σε «υπεύθυνα» ενήλικα άτομα. Βιώνουμε ως ενήλικες και τα δύο είδη θορύβων μαζί με άλλους γλυκύτατους θορύβους της ζωής ή, καλύτερα, ήχους που λέγονται έρωτας, αγάπη, παιδιά, νόστος, φιλία, ιδέες… Τους θορύβους τους ακούμε. Τους ήχους τους αφουγκραζόμαστε. Να, λοιπόν, που θαυμάσια εδέσματα από ήχους των παιδικών μου χρόνων έρχονται συχνά πυκνά στην μνήμη μου. Θυμάμαι τα καλοκαίρια στο χωριό μου να έρχεται απαλά η Νύχτα με Νι Κεφαλαίο και να είναι στολισμένη σαν Νύφη με Νι Κεφαλαίο. Το Νυφικό ήταν τα αστέρια του ουρανού και η ουρά του Νυφικού ήταν ο Ιορδάνης Ποταμός, ο Γαλαξίας μας. Και ήταν εκείνες οι νυχτερινές Ουράνιες εξερευνήσεις μου που ξεπερνούσαν κάθε Λουντεμικό συνειρμό, που έκαναν τις έννοιες του «θαυμάζειν» και του «απορείν» να διεισδύουν σχεδόν ερωτικά η μία στην άλλη, που έκαναν τον νου να αναθαρρεύει και να σαλεύει σε αέναους διαδρόμους της Ύλης, του Πνεύματος, του Σώματος, του Αίματος, της Ιστορίας, του Όλου, του Χάους, της Θεογονίας. Αργότερα, διδάχθηκα Αστρονομία, Μαθηματικά, Φυσική, έγινα και Μαθηματικός, και έκτοτε εξακολούθησα να ενημερώνομαι για τα τεκταινόμενα στο χώρου της Επιστήμης του Μεγάκοσμου. Παρ΄ όλα αυτά, κάθε φορά που θα κοιτάξω τ΄ αστέρια λέω, ως άλλος Σωκράτης, «τι είναι Αυτό;»…
Περίμενα, λοιπόν, με λαχτάρα, εκείνα τα τρυφερά χρόνια, να καθίσω την νύχτα έξω στην αυλή του σπιτιού στο χωριό, να γυρίσω τα μάτια σαν ιερόσυλος Εκεί Ψηλά και να αναρωτιέμαι την ίδια στιγμή για χίλια πράγματα και να δίνω μέσα από το αστέρινο βλέμμα σε κάθε ερώτηση μυριάδες απαντήσεις. Όμως, ένα βράδυ του Ιούλη, θα ‘μουν δεν θα ‘μουν 14 χρονών, ανακάλυψα ότι τα αστέρια χάθηκαν. Όχι γιατί κρύφτηκαν πίσω από σύννεφα, αλλά επειδή το κοινοτικό συμβούλιο αποφάσισε να βάλει έξω ακριβώς από την αυλή του σπιτιού μου ένα στύλο με λάμπα που, ναι μεν εξυπηρετούσε τους ανθρώπους, αλλά καθώς αυτή έριχνε το τεχνητό της φως στα παιδικά μου μάτια, μού έκοβε το φυσικό φως των αστεριών. Θύμωσα!… Μα γρήγορα το μυαλό μου πήρε στροφές και βρήκα τη λύση: πήρα πέτρες … Κι αντί να πετραδίσω το φεγγάρι, ως άλλος Ψαραντώνης, άρχισα να πετραδίζω τη λάμπα του στύλου, εκείνη τη λάμπα που με το φως της έσβηνε το φως των αστεριών, το φως των ονείρων μου. Παρά την αδεξιοσύνη μου στο σημάδι, δεν χρειάστηκαν αρκετές προσπάθειες. Ένα θαυμάσιο «ΠΑΦ!!…» ακούστηκε, και ο κήπος και η αυλή λούστηκαν και πάλι στο φως των αστεριών!
Σήμερα, όσοι ζούμε στις πόλεις ξεχάσαμε τι θα πει «έναστρος ουρανός». Είτε γιατί τον σκεπάζει η φωτεινή αχλύ από τα πολλά φώτα, είτε επειδή κάποιου είδους μυστήριο βλαβερό νέφος θα έχει επικαθίσει πάνω από το κάθε «κλειστόν άστυ». Το παράδοξο είναι ότι αν κάποια γωνιά της πόλης δεν φωτίζεται, ζητάμε να φωτιστεί και αυτή, δήθεν για «λόγους ασφαλείας». Έτσι, δεν μας απομένει πια, παρά να περιμένουμε το καλοκαίρι, να βρεθούμε νύχτα σε κάποια παραλία για να δούμε το θαύμα της ζωής να υπερίπταται πάνω από τα ματαιόδοξα κεφάλια μας. Μάλλον θα πρέπει πλέον να θεωρήσουμε τον έναστρο ουρανό ως στοιχείο της παγκόσμιας πολιτιστικής μας κληρονομιάς και να θεωρηθεί είδος «υπό προστασία» για να μην το δούμε κάποια μέρα και αυτό είδος «υπό εξαφάνιση». Πότε επιτέλους θα σβήσουμε τα ψεύτικά μας φώτα, να πέσει το σκοτάδι και να καταλάβουμε ότι αρκεί ένα βλέμμα εκεί ψηλά για να δούμε τα όνειρα όλων των ανθρώπων να γίνονται αληθινά;