Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009

"μην πιάσαν τον Αλδεβαράν, μην κλέψανε τα άστρα;..."


Είναι πολύς ο θόρυβος της πόλης και συνάμα βαρύς ο θόρυβος της ζωής όταν αυτή εισχωρεί σε «υπεύθυνα» ενήλικα άτομα. Βιώνουμε ως ενήλικες και τα δύο είδη θορύβων μαζί με άλλους γλυκύτατους θορύβους της ζωής ή, καλύτερα, ήχους που λέγονται έρωτας, αγάπη, παιδιά, νόστος, φιλία, ιδέες… Τους θορύβους τους ακούμε. Τους ήχους τους αφουγκραζόμαστε. Να, λοιπόν, που θαυμάσια εδέσματα από ήχους των παιδικών μου χρόνων έρχονται συχνά πυκνά στην μνήμη μου. Θυμάμαι τα καλοκαίρια στο χωριό μου να έρχεται απαλά η Νύχτα με Νι Κεφαλαίο και να είναι στολισμένη σαν Νύφη με Νι Κεφαλαίο. Το Νυφικό ήταν τα αστέρια του ουρανού και η ουρά του Νυφικού ήταν ο Ιορδάνης Ποταμός, ο Γαλαξίας μας. Και ήταν εκείνες οι νυχτερινές Ουράνιες εξερευνήσεις μου που ξεπερνούσαν κάθε Λουντεμικό συνειρμό, που έκαναν τις έννοιες του «θαυμάζειν» και του «απορείν» να διεισδύουν σχεδόν ερωτικά η μία στην άλλη, που έκαναν τον νου να αναθαρρεύει και να σαλεύει σε αέναους διαδρόμους της Ύλης, του Πνεύματος, του Σώματος, του Αίματος, της Ιστορίας, του Όλου, του Χάους, της Θεογονίας. Αργότερα, διδάχθηκα Αστρονομία, Μαθηματικά, Φυσική, έγινα και Μαθηματικός, και έκτοτε εξακολούθησα να ενημερώνομαι για τα τεκταινόμενα στο χώρου της Επιστήμης του Μεγάκοσμου. Παρ΄ όλα αυτά, κάθε φορά που θα κοιτάξω τ΄ αστέρια λέω, ως άλλος Σωκράτης, «τι είναι Αυτό;»…
Περίμενα, λοιπόν, με λαχτάρα, εκείνα τα τρυφερά χρόνια, να καθίσω την νύχτα έξω στην αυλή του σπιτιού στο χωριό, να γυρίσω τα μάτια σαν ιερόσυλος Εκεί Ψηλά και να αναρωτιέμαι την ίδια στιγμή για χίλια πράγματα και να δίνω μέσα από το αστέρινο βλέμμα σε κάθε ερώτηση μυριάδες απαντήσεις. Όμως, ένα βράδυ του Ιούλη, θα ‘μουν δεν θα ‘μουν 14 χρονών, ανακάλυψα ότι τα αστέρια χάθηκαν. Όχι γιατί κρύφτηκαν πίσω από σύννεφα, αλλά επειδή το κοινοτικό συμβούλιο αποφάσισε να βάλει έξω ακριβώς από την αυλή του σπιτιού μου ένα στύλο με λάμπα που, ναι μεν εξυπηρετούσε τους ανθρώπους, αλλά καθώς αυτή έριχνε το τεχνητό της φως στα παιδικά μου μάτια, μού έκοβε το φυσικό φως των αστεριών. Θύμωσα!… Μα γρήγορα το μυαλό μου πήρε στροφές και βρήκα τη λύση: πήρα πέτρες … Κι αντί να πετραδίσω το φεγγάρι, ως άλλος Ψαραντώνης, άρχισα να πετραδίζω τη λάμπα του στύλου, εκείνη τη λάμπα που με το φως της έσβηνε το φως των αστεριών, το φως των ονείρων μου. Παρά την αδεξιοσύνη μου στο σημάδι, δεν χρειάστηκαν αρκετές προσπάθειες. Ένα θαυμάσιο «ΠΑΦ!!…» ακούστηκε, και ο κήπος και η αυλή λούστηκαν και πάλι στο φως των αστεριών!
Σήμερα, όσοι ζούμε στις πόλεις ξεχάσαμε τι θα πει «έναστρος ουρανός». Είτε γιατί τον σκεπάζει η φωτεινή αχλύ από τα πολλά φώτα, είτε επειδή κάποιου είδους μυστήριο βλαβερό νέφος θα έχει επικαθίσει πάνω από το κάθε «κλειστόν άστυ». Το παράδοξο είναι ότι αν κάποια γωνιά της πόλης δεν φωτίζεται, ζητάμε να φωτιστεί και αυτή, δήθεν για «λόγους ασφαλείας». Έτσι, δεν μας απομένει πια, παρά να περιμένουμε το καλοκαίρι, να βρεθούμε νύχτα σε κάποια παραλία για να δούμε το θαύμα της ζωής να υπερίπταται πάνω από τα ματαιόδοξα κεφάλια μας. Μάλλον θα πρέπει πλέον να θεωρήσουμε τον έναστρο ουρανό ως στοιχείο της παγκόσμιας πολιτιστικής μας κληρονομιάς και να θεωρηθεί είδος «υπό προστασία» για να μην το δούμε κάποια μέρα και αυτό είδος «υπό εξαφάνιση». Πότε επιτέλους θα σβήσουμε τα ψεύτικά μας φώτα, να πέσει το σκοτάδι και να καταλάβουμε ότι αρκεί ένα βλέμμα εκεί ψηλά για να δούμε τα όνειρα όλων των ανθρώπων να γίνονται αληθινά;

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2009

Night On Earth - "Second Hand" και συνέντευξη στο περιοδικό Δίφωνο - Φλεβάρης 2009



Το συγκρότημα Night On Earth παρουσιάζει τη δεύτερη δουλειά του, δύο χρόνια μετά από τη κυκλοφορία του πρώτου τους διπλού CD. Πριν από 3 περίπου χρόνια προσέγγισαν τον Θανάση Παπακωνσταντίνου (Θ. Π.) και τον έφεραν σε επαφή με τα πειράγματα που είχαν κάνει οι ίδιοι σε δικά του τραγούδια. Δεν άργησε να προκύψει μια συνεργασία και μια στήριξη του συνθέτη προς το συγκρότημα που καρπό της είχε αυτήν την παραγωγή: το νέο τους έργο είναι το “Second Hand”, μια πρόταση διασκευών πάνω σε τραγούδια του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Μέχρι τώρα ο Θ.Π. μάς είχε συνηθίσει, ως επί το πλείστον, σε live διονυσιασμούς, για να μας «γλυκάνει» τα αιώνια ερωτήματα του Χρόνου, του Θανάτου, του Υπερπέραν. Αυτή η θεματολογική βάση στάθηκε το εφαλτήριο για τους Night On Earth ώστε να ξαναδουλέψουν ένα ερωτικό (τα «Λάφυρα») και άλλα οκτώ τραγούδια μεταφυσικού περιεχομένου του Λαρισαίου τραγουδοποιού συν ένα ορχηστρικό του που εδώ παρουσιάζεται με στίχους. Η  Σοφία Σαρρή κρατά τα σκήπτρα στη φωνή διατηρώντας την σε ένα τεντωμένο σχοινί μεταξύ πραγματικού και φανταστικού. Το βιολί του Γιάννη Κρητικού απαλύνει - χωρίς να μας διώχνει - το αίσθημα του φοβικού δέους που προκαλεί αυτή η θεματική. Το πιάνο του Κωστή Ζουλιάτη φαντάζει να κρατά τις ισορροπίες σε ένα δύσκολο, ομολογουμένως, εγχείρημα. Όλα τα κομμάτια κατασκευάζουν ένα περιβάλλον με χαμηλό έως ανύπαρκτο φωτισμό, είναι υποβλητικά, σπαρακτικά και εκτείνονται στο χώρο και στο χρόνο. Το πρώτο κομμάτι («Γλώσσες του Κάμπου») συνιστά από μεριάς τους την καλύτερη δυνατή εισαγωγή στο θέμα και αξίζει η εισαγωγή να γίνει "μάθημα" σε έργα του είδους. Επηρεασμένο από το έργο “Tongues of Fire” του Γιάννη Χρήστου, πρόκειται για μια έντεχνη «βαβέλ» ήχων και στίχων που έχουν άμεση παραπομπή στο μέχρι τώρα έργο του Θ.Π. Τα τραγούδια «Λάφυρα» και «του Ασώτου» διατηρούν τον ελληνικό στίχο ενώ τα υπόλοιπα οκτώ παρουσιάζονται με ελεύθερη απόδοση στα Αγγλικά. Το “Atman” μοιάζει με ένα αγωνιώδες τριπ αναζήτησης εξόδου από κινούμενες σκιερές λούπες του φωτός μας έρχονται στο νου παραπομπές του τύπου «Κραυγή» του Μουνκ. Νομίζω πως ακούγοντάς το και κλείνοντας τα μάτια δύσκολα θα αποφύγεις εκτινάξεις φόβου από τον ίδιο σου τον εαυτό. Κατά την άποψή μου μια από τις κορυφαίες στιγμές του έργου είναι η δύναμη, η ένταση και η συγκίνηση του τραγουδιού «Τρεις Ανθοί», εδώ με τον τίτλο "Crocus". Η Σοφία δίνει για άλλη μια φορά τα ρέστα της. Όμως, τέλος καλό όλα καλά. Κάθε ταξίδι με το τρενάκι του τρόμου τελειώνει με ένα ... χαμόγελο. Η παρέα φροντίζει να μας … γλυκάνει στο τέλος υπενθυμίζοντάς μας πως «τα βήματά μας, άθελά μας , είναι δώρα ακριβά…» μέσω του δικού τους Vesper (Αποσπερίτη). Πρόκειται, εν τέλει, για έναν δίσκο που μας παίρνει από το χέρι για να κινηθούμε σε επικίνδυνες και γοητευτικές ατραπούς…. Και, αλήθεια,τι θα ήταν η γοητεία χωρίς τον κίνδυνο; Ας παίξουμε το παιχνίδι...


Η πρώτη επίσημη παρουσίαση του δίσκου "Second Hand" θα γίνει από άπασα την  κολλεκτίβα των Night On Earth την Πέμπτη 19 του Μάρτη 2009 (γιορτάζουν ο Χρύσανθος και η Χρυσάνθη ...  άσχετο...) στο Gagarin 205  . Πιστοί και άπιστοι (προπαντός οι τελευταίοι) ακυρώστε κάθε ραντεβού σας για εκείνη τη μέρα προκειμένου να έχετε την εμπειρία μιας ... Νύχτας στη Γη




Συνέντευξη στον Αντώνη Περιβολάκη

Οι Night On Earth δούλεψαν πάνω στους δρόμους του Θανάση Παπακωνσταντίνου και μας παραδίδουν στη δική τους γλώσσα τα …«μεταχειρισμένα» τραγούδια του στο δεύτερο τους CD με τον τίτλο «Second Hand».

Τι είναι το σχήμα των Night On Earth και πως λειτουργεί;

Σοφία Σαρρή (φωνή): Υπάρχει ένας βασικός πυρήνας -που αποτελείται από εμάς τους τρεις και τον κιθαρίστα Βασίλη Λαγό- και γύρω από αυτόν προστίθενται κι άλλα μέλη, ανάλογα με τις περιστάσεις.
Κωστής Ζουλιάτης (πιάνο): Είμαστε μια παρέα μουσικών που δεν έχουν κανένα –μα κανένα- στεγανό στο πώς ακούνε μουσική. Όταν όμως, μαζευόμαστε και παίζουμε, προσπαθούμε να δούμε τη μουσική από μια συγκεκριμένη οπτική, κάτω από κάποια ιδέα. Δεν είναι αναγκαστικά συγκεκριμένο ύφος ή στυλ, αλλά παίζουμε σύμφωνα με το που συναντιόμαστε.

Ο πρώτος σας δίσκος που βασίστηκε στο trip hop έκλεισε κιόλας δύο χρόνια. Πείτε μας λίγα πράγματα για το πώς υιοθετήσατε ή πώς πειράξατε εσείς αυτό το είδος.
Κ.Ζ : Το trip hop είναι ένα ξεπερασμένο πλέον μουσικό ιδίωμα το οποίο με περίσσιο θράσος θεωρήσαμε ότι μπορούμε να εξελίξουμε, αλλά στη βάση ενός ζωντανού παιξίματος, αφού ως κίνημα ξεκίνησε και εξαντλήθηκε πάνω σε μια ηλεκτρονική βάση (Tricky, Massive Attack κ.α.) –το οποίο ήδη ήταν μια πιο ραδιοφωνική, ατμοσφαιρική και σκοτεινή εξέλιξη του hip hop. Κάναμε μια απόπειρα να κρατήσουμε τα αργά tempo και αυτές τις διαθέσεις, τις πιο μελαγχολικές μελωδίες, την κινηματογραφική ατμόσφαιρα… Το δοκιμάσαμε ζωντανά και με μια «αίσθηση απλώματος στο χρόνο», θέλοντας να δώσουμε στις ιδέες χώρο να αναπτυχθούν και να τριπάρουν. Επίσης επιδιώκουμε στις συνθέσεις μας να υπάρχει μια αφήγηση και όχι η κλασσική δομή κουπλέ – ρεφρέν. Έτσι ξεκινήσαμε, αλλά τώρα στον καινούριο μας δίσκο το στοίχημα είναι εντελώς διαφορετικό. Τα πιο ατμοσφαιρικά κομμάτια τυχαίνει να διαρκούν λιγότερο από 3 λεπτά.
Γιάννης Κρητικός (βιολί): Προσαρμοστήκαμε στο νέο μας υλικό που ήταν τα τραγούδια του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Και ήταν ένα στοίχημα για μας το να «πέσουμε» από τα 15 λεπτά της πρώτης μας δουλειάς στα 3 με 5 λεπτά. Στις ζωντανές εμφανίσεις μας, τα ίδια κομμάτια ίσως εκτείνονται σε διάρκεια, αλλά ένα live έχει διαφορετική αίσθηση του χρόνου απ’ότι ένας δίσκος.
Σ.Σ.: Θέλαμε να διατηρήσουμε ένα ύφος συγκεκριμένο, αναγνωρίσιμο. Αυτός που θα ακούσει και τον παλιό και τον καινούριο δίσκο θα καταλάβει ίσως ότι πρόκειται για τους ίδιους μουσικούς. Ηχητικά, δηλαδή, κατευθυνόμαστε από μια συγκεκριμένη αισθητική προσέγγιση. Μπορεί οι συνθέσεις και οι φόρμες να έχουν αρκετά μεγάλη διαφορά σε σχέση με τον πρώτο δίσκο, αλλά ο ήχος του γκρουπ είναι διακριτός και στις δύο δουλειές μας.

Η μουσική σας προκαλεί μια μεταφυσική διάθεση για ένα ταξίδι ονειρικό και χαμηλού φωτισμού. Το επιδιώκετε ή είναι μια καθαρά τεχνική διαδικασία που προκαλεί τέτοια συναισθήματα στον ακροατή;
Σ.Σ.: Νομίζω ότι η μουσική που προκύπτει σχετίζεται με την ιδιοσυγκρασία του κάθε μουσικού. Εγώ νιώθω πως είναι μια μουσική που μας προκύπτει όταν κλείνουμε τα μάτια μας και …παίζουμε.
Γ.Κ.: Είναι ένα κομμάτι που έχουμε όλοι μέσα μας και που μας προκύπτει όταν παίζουμε όλοι μαζί. Μπορεί να έχουμε διαφορετικά πράγματα που κάνουμε και ακούμε ο καθένας, αλλά βρισκόμαστε για να τα ενώσουμε. Νομίζω πως μας βγαίνει αυθόρμητα.
Κ.Ζ.: Συμπληρώνοντας πάνω σε αυτό, υιοθετώ κι εγώ την αντίληψη που έχει διατυπωθεί από άλλους ότι η μεγάλη Τέχνη καλείται να αντιμετωπίσει την έννοια του Θανάτου. Δεν αξιώνομαι, σε καμία περίπτωση, για τη δουλειά μας τη σφραγίδα της «μεγάλης Τέχνης», αλλά μπορώ να το πω, ας πούμε, για τη μουσική του Παπακωνσταντίνου με την οποία ασχολούμαστε σε αυτόν το δίσκο. Εννοώ ότι ενώ οι συναυλίες του Θανάση και των Λαϊκεδέλικα χαρακτηρίζονταν από ένα διονυσιασμό, στην πραγματικότητα τα τραγούδια του αντιμετωπίζουν το θάνατο «αντρίκεια», χωρίς περιστροφές και υπεκφυγές. Έχει γράψει στίχους «ξυράφια». Τώρα, το ότι στη μουσική μας –πρωτότυπη ή ακόμα και στις διασκευές- κυριαρχεί μια μινόρε «μελαγχολική» κατάσταση δεν νομίζω ότι σχετίζεται με κάποια δική μας απόλυτα συνειδητή απόφαση ή με το αν είμαστε μίζεροι και καταθλιπτικοί τύποι. Πάντως, συχνά από τον κόσμο που έρχεται στα live παίρνουμε το μήνυμα πως έφυγαν με μια αίσθηση πληρότητας, δηλαδή συναισθημάτων περισσότερων του ενός. Έτσι κι αλλιώς, όμως, το συναίσθημα δεν μπορεί να είναι κάτι που επιδιώκεις.

Γιατί επιλέξατε να εργαστείτε πάνω στη δουλειά του Θανάση;

Γ.Κ. Για κάποιους από εμάς ίσως ήταν και ένα απωθημένο κάπως «παιδικό», αλλά τελικά ...έτυχε. Κάποτε είπαμε στο Θανάση ότι σε πολλές παραστάσεις του σχήματος, παίζαμε «πειραγμένα» κάποια τραγούδια του και τότε αυτός μας πρότεινε να βάλουμε κι άλλα και να τα κάνουμε δίσκο.

Ο Θανάσης υπήρξε ίσως και πιο προσιτός σε σχέση με άλλους; Σας άφηνε πιο χαλαρούς;
Σ.Σ.: Ήταν αυστηρός στις κρίσεις του, αν και κυρίως επέβλεπε χωρίς να παρεμβαίνει συνέχεια. Έλεγε τη γνώμη του και καθοδηγούσε χωρίς να γίνεται ποτέ εκβιαστικός.
Κ.Ζ.: Μπορεί ο Θανάσης, ως αυτοδίδακτος μουσικός, να μην έχει τη «λόγια εκπαίδευση» που έχουν οι περισσότεροι από εμάς, ξέρει όμως πολύ καλά τι να ζητήσει. Όποτε φαινόταν ότι βολευόμαστε με μια ιδέα, εκείνος μας «ξυπνούσε», προσπαθώντας να βρει, δηλαδή να βρούμε, κάτι διαφορετικό. Και έδειχνε επιμονή –και υπομονή- όταν φαινόταν ότι κάτι πραγματικά μας έλειπε.
Σ.Σ.: Μια παρένθεση: εδώ πρέπει να υπογραμμίσουμε και το ρόλο του Χρήστου Μέγα που ως ηχολήπτης και, σχεδόν ως συμπαραγωγός, έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο.
Γ.Κ.: Λειτούργησαν και οι δύο σαν το φίλο που προσπαθεί να σε συνεφέρει από ένα τρελό ενθουσιασμό. Ο Θανάσης, όντας παραγωγός, όποτε υπήρχε διαφωνία στο αποτέλεσμα, ήθελε να σιγουρευτεί ότι ήμασταν απόλυτα σίγουροι γι αυτό που προτείναμε. Τότε, το δεχόταν.

Οι ηχογραφήσεις του δίσκου πώς έγιναν;
Σ.Σ.: Ένα μέρος τους έγινε στο studio Sierra στην Αθήνα και τα υπόλοιπα έγιναν στο studio του Θανάση στο Μεταξοχώρι της Λάρισας. Φιλοξενηθήκαμε, ζήσαμε στο μαγευτικό περιβάλλον του χωριού, δουλέψαμε στις ηχογραφήσεις -μια διαδικασία που κράτησε σχεδόν πάνω από μισό χρόνο με πολλά ταξίδια.
Κ.Ζ.: Δουλεύαμε τη μουσική μας, κάναμε βόλτες, χαζεύαμε το μέρος, την πρωινή ομίχλη… Ήταν όλα σημαντική πηγή έμπνευσης.

Στη διασκευή του – κλασσικού πλέον – ‘Όταν χαράζει’ ακούγεται η μητέρα του Θανάση να διαβάζει τα λόγια που τραγούδησε πριν από 10 περίπου χρόνια ο Αγγελάκας. Τίνος ιδέα ήταν;

Κ.Ζ.: Ήταν ιδέα του Θανάση να δοκιμάσουμε τη φωνή της μητέρας του, τη μόνη ίσως μη δισκογραφημένη μέχρι τώρα φωνή της οικογένειας…
Σ.Σ.: Νομίζω πως η φωνή της ήταν πολύ υποβλητική. Εμένα με συνεπήρε, σε σημείο που θα μπορούσα να πω ότι …με τρόμαξε.
Κ.Ζ.: Μοιάζει με την κλασική συνταγή στα θρίλερ, όπου ο πιο αθώος και απλός χαρακτήρας κορυφώνει και την ένταση.

Και το τελευταίο κομμάτι του δίσκου; Κάτι κρύβει…
Κ.Ζ.: Αναφέρεσαι στην πειραγμένη ορχηστρική εκδοχή του ‘Αποσπερίτη’, την οποία ακολουθεί μια μικρή «κρυφή» έκπληξη, μια μουσική αποφώνηση... Αλλά το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε για να διατηρηθεί το στοιχείο της έκπληξης είναι να μην πούμε τίποτα παραπάνω...

Πιστεύετε ότι αυτά τα κομμάτια θα τα γράφατε όπως τα γράφετε αν δεν είχατε κάνει τις σπουδές μουσικολογίας στο πανεπιστήμιο πέρα από τις σπουδές στο ωδείο;

Κ.Ζ.: Ανάμεσα σε άλλα, στο πανεπιστήμιο μάθαμε ότι η γνώση μας για κάτι δεν αναιρεί το συναίσθημα που αυτό παράγει. Η μουσική οφείλει να γεννά στον ακροατή τη μαγεία, είτε αυτός κατέχει τα μυστικά της μουσικής δημιουργίας είτε όχι. Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι έχουμε πολύ συγκεκριμένες «λόγιες» επιδράσεις και αντίστοιχες αφετηρίες. Αλλά, από την άλλη, βαδίζοντας αυτόν το δρόμο κι όχι άλλο, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε που θα μας έβγαζε ο ...άλλος και πως θα παίζαμε.

Σας επηρεάζουν οι δημοσιευμένες κριτικές;

Σ.Σ.: Παλιότερα, λόγω ανωριμότητας, απειρίας, ηλικίας και …φύλου, ήμουν πιο ευαίσθητη στις κριτικές και επηρεαζόμουν. Σήμερα δεν με πολυαφορούν. Με αφορά περισσότερο τι παίρνει ο κόσμος από τα live και τι σχέση δημιουργώ με τους άλλους μουσικούς. Ανεξάρτητα, όμως, από το χαρακτήρα της κριτικής, θυμάμαι αυτό που μου’χε πει κάποτε η δασκάλα μου: δεν χρειάζεται για κάθε αρνητικό σχόλιο που θα ακούσω να ζητάω σαν αντίβαρο ένα καλό.
Κ.Ζ.: Θα υιοθετήσω τον αφορισμό του μεγάλου αθλητή Μάικλ Τζόρνταν που είχε πει «ο κόσμος βλέπει και κρίνει, εγώ παίζω και νιώθω», ορίζοντας ίσως όλους τους ρόλους και τα όρια αυτών, ακόμα και στην τέχνη.
Γ.Κ.: Κάθε κριτική είναι μόνο μια γνώμη μέσα στις άλλες, απλώς έχει δημοσιευτεί. Έχει σημασία να ξέρεις τι είναι αυτός που γράφει την άποψή του, τι γνώσεις έχει, τι αισθητική… Τότε αποκτά το δικό της ειδικό βάρος η εκάστοτε κριτική.

Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2009

Από το Τείχος των Δακρύων στο "Ράλλυ των Δακρύων"


Παλαιστίνη!

Σαν μια Πελοπόννησος, τόση δα είναι...

κι όμως είναι εδώ και τρεις χιλιάδες τριακόσια χρόνια μια γη που ολοι την ποθούν αλλά δεν θα πάρει ποτέ κανείς...

τόπος που γένησε τρεις θρησκείες: Ιουδαϊσμό, Ισλαμισμό, Χριστιανισμό. 

Υπάρχουν εκεί και οι τρεις, ανευλαβείς και λεηλατημένες...

Και η Γάζα, η πρώτη των πρώτων, αποικια κάποιων "Φιλισταίων" (Πελασγών)  που αργότερα μετονομάστηκαν σε "Παλαιστίνιους". (Μια λωρίδα με μόλις ... 64 χιλιόμετρα μήλος και 12 πλάτος).  Κι ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν μαζί με άλλα φύλλα,  Αχαιών, Σικελών και Δαναών. Να γιατί νιώθουμε αδέρφια με αυτόν το λαό. Και αυτοί μας νιώθουν ακόμα περισσότερο απ΄ ο,τι εμείς. Και περιμένουν από εμάς... Περιμένουν...

Ίσως... λέω... ίσως, αν δεν είχαμε γίνει αρκετά αναίσθητοι και εθισμένοι στους "πολέμους του καναπέ", ίσως και να κάναμε κάτι παραπάνω. Ίσως ακόμα - ακόμα και να είχε τα κότσια κάποιος από αυτούς που βρίσκεται στους γνωστούς θώκους της χώρας μας να καταδικάσει το Ισραήλ πριν από τον συντηρητικό Σαρκοζί και την ομογάλακτή του Αγγέλα Μέρκελ.

Πόσο ξεφτιλισμένοι πρέπει να έχουμε βρεθεί στα μάτια τους;

Μακάρι, μακάρι να υπάρχει (που αμφιβάλλω) ένας Θεός να αναπαύσει τις ψυχές των Παλαιστινίων που "φεύγουν". Μόνο γι΄ αυτό το λόγο θα ήθελα να υπάρχει ένας Θεός... μόνο γι  αυτό.

Κι αν υπάρχει, ας μην είναι ... νεοέλληνας.

Σήμερα Ο Γ. Κακουλίδης όταν του ζητήθηκε να κάνει μια ευχή για τη νέα χρονιά είπε "τώρα δεν μπορώ πια να εύχομαι ... μπορώ μόνο να προσεύχομαι"