Τρίτη 31 Ιουλίου 2007

Bleeding roses


Διαβάζεις τούτες τις γραμμές
Τι περιμένεις να δεις;
Την ανάδυση των μυστηρίων;
Την αναβίωση των μυστικών;
Την αναγέννηση των σκέψεων;
Την αναπαράσταση των ονείρων;
Την ανακατανομή των συναισθημάτων;
Τις προβολές των παρωχημένων βούρκων σε μαύρο φόντο;
Το πέταγμα των γυπαετών;
Μάλλον την σιωπή της οχλοβοής...
Μάλλον το γέννημα της πεταλούδας και το θάνατο της προνύμφης

Τουρτουρίζουν οι κόρες περιμένονας να τελειώσει η γραμμή
Να πάρει σειρά η επόμενη μήπως κι ανακαλύψει κάτι...
Από τα αριστερά στα δεξιά και άντε πάλι ... η επόμενη
Eτούτη η γραμμή έχει γράμματα τριάντα επτά
Μέτρα τα! χα!... είχα δίκιο ... είναι τόσα
Πες μου, γιατί την έγραψα;
Ποιος στόχος με στοχεύει;
Ποιοι ριψάσπιδες με θέλουν για βιγλάτορα, ε;
Ποια μάνταλα κλειδώνουν της ψυχής μου τη φλόγα;
"Ποιοι δαίμονες ποτίζουν την καινούρια μου ζάλη;"
Ψαξτο, θα σε βρει
Και θα φωνάξει "φτου σε βρήκα ...  τα φυλάς"
Εντάξει, μέτρα! πέντε, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι, εικοσπέντε ....
ΒΓΑΙΝΩ
Περπατώ, περπατώ εις το δάσος....
"Ο Κακός ο Λύκος είμαι και σε κυνηγώ (λα! λα! λα!)...

Και πέρασε η ώρα

Και φύσηξε ο αέρας των τέσσερις τα ποιήματά του
Τα νέα ... τα Παλιά ...
Κι εσύ ακόμα το ψάχνεις...
Μα πού το ψάχνεις;
Η αλήθεια δεν είναι Στο Χέρι σου
Είναι Το Χέρι σου, Your Honor
Κι ο,τι αυτό κλείνει στα δάχτυλα και στα δαχτυλίδια

"Άσε με, πάλι, να σου πω ... "
Κείνο το παραμύθι που δεν τελειώνει Ποτέ ... Ποτέ!

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2007

Ρωγμές στον Μεγάλο Ήλιο


Σαν να τον κοιτούσαν μέσα από ρωγμές
Νόμιζε πως χρωστούσε γάλα στη μάνα του
Πίσω στο ομφάλιο λουρί θα γύριζε
Για να γίνονταν οι ρωγμές απλές αστραπές
Η υποδοχή σπουδαία στην προκυμαία του Κόσμου
Παράπονο δεν είχε
Οι γλάροι τον ενοχλήσαν μόνο
Κι όχι τίποτε άλλο, κάποτε τους λάτρευε σαν τον Ιωνάθαν
Μα σαν έμαθε πως αγαπάνε τα σκουπίδια
Άνοιξε άλλη μια ρωγμή και για αυτούς

Στείλε, Φέγγος, το επιούσιο Φως
Να σκίσει κάθετα τις ρωγμές
Κάνε το Νυχτέρι σου μια Νύχτα
Που οι Λύκοι θα έχουν δύο μάτια και οι άνθρωποι ακόμα κανένα
Να πάρω ευχή απ΄ το κυματόφωτο
Να εξαγνιστώ από το συρμό των διαδοχών
Να μεταλάβω από τον Αιώνιο Λαβομάνο που απαλλάσει από τις αθώες σκέψεις
Να αναπνεύσω την αχλύ της Μεγάλης Ζέστης

Τα σέβη μου

Στο Γέρμα της Μεγάλης Ζέστης


Ήθελα να .γραφα αυτά τα λόγια μέσα σε καταιγίδα
Να πάρει όλη τη σκόνη του ουρανού σαν αυτός ξερνά τη βροχή από τα σωθικά του
Να πάρω τούτο το μήνυμα να το δώσω σε ένα σκυλί.
Να αλυχτάει οχτώ μερόνυχτα
Κι ύστερα να τρέχει παγώνοντας στην καυτή καυτή άκρη του βράχου
Να το δώσω σε ποντίκια που ορμάνε απο του καραβιού την αποθήκη
Έπειτα από ταξίδι στο Σφαξ για να μη ντα πιάσει η μαλάρια
Να το λαμπαδιάσω μπρος σε ένα πρεζόνι που θα χει χύσει το μυαλό σ΄ ενα κουτάλι
Να το περάσω μέσα από τα κόκκαλα ενός διάφανου Καίσαρα
Καθώς θα βλέπει το κοινό να στρέφει κάτω τον αντίχειρα
'Ηθελα τούτα τα λόγια να τα δει ένας μίζερος γρουσούζης Λυκειάρχης
Που θα χαστουκίζει κάθε όνειρο και κάθε παράγραφο
Να τα διαβάσαει η νυφίτσα που καρβουνιάζει τα μάτια της
Για να γίνει μεσονύχτι το καταμεσήμερο

Μα πιότερο καλά να τα διαβάσουν αναίμακτα
Τα ματωμένα μάτια ανθρώπων απ΄το γένος των Λύκων
Να δούν τη ζωή τους να χορεύει ταγκό
Και να βυθίζεται στην άβυσσο του Ουρανού
Βγάζοντας με αναίδεια τη γλώσσα στην κατάθλιψη του τέρατος
Σε εκείνη τη γενιά των Λύκων που μπορούν αλλά δεν θέλουν να 'ναι μόνοι
Και να μην ξέρουν πόσο Άνθρωποι είναι
Κάθε που φυσά ο αέρας στις τέσσερις η ώρα
Και θα τους παίρνει το φεγγάρι πριν το θηλάσουν
Οι Λύκοι και οι Λύκαινες...

Τα σέβη μου

Σάββατο 28 Ιουλίου 2007

Λάθος μοιρασιά


Ό,τι στ' αλήθεια χάνουμε
στα ψεύτικα το ζούμε
μες στου μυαλού τη θύελλα
εκεί στα σκοτεινά.

Κόβοντας όλα τα σκοινιά
που μας κρατούν στο χώμα
που μας κρατούν και στη φωτιά
δεν πέσαμε ακόμα.


Πίσω απ' την πόρτα ξεδιψούν
με λάβδανο οι ψυχές μας,
τις αμαρτίες μια ζωή
τις τρέφουν οι πληγές.

Αλαφρογέρνοντας γλυκά
στου ύπνου το κοπίδι
μια ανάσα ξετυλίγεται
μες στα στενά μας χείλη.


Κι έπειτα λίγο πριν φανεί
του ορίζοντα το βάθος
στου χρόνου μας την εκπνοή,
στη λάθος μοιρασιά,

τα χέρια τείνουμε άγκιστρα,
τα χέρια που θεριέψαν
να ψηλαφίσουν μια στιγμή
τη φύτρα που δεν δρέψαν.




Στίχοι: Αδριανή Διαγουμά

Από το δίσκο "Λάφυρα" των Θ. Παπακωνσταντίνου, Μ. Κανά, Ashkabad

Τα σέβη μου

Άηχα


Τα σώματα έγιναν πόδια
Ήρθε η συμμετρία πάνω στο κρεβάτι
Και μετά επετευχθη το "σπάσιμο της συμμετρίας"
Κι ήταν καλά καμωμένο
Χωρίς προετοιμασία
Και γέμισαν ο ένας τον άλλον
Με τα μυαλά να ψιθυρίζουν χαρμόσυνες ανταύγειες
Δίπλα σε εκείνα τα πεδία που ανέλαβαν να συντηρούν
Τόνοι, ήχοι, συριγμοί, ανάσες, σπασμοί, βλέματα χωρίς μάτια
Και παντού το υγρό, απλωμένο σε στάχυ, βαμβάκι, σάλιο
Εντός του εσώτερου φωτεινού τούνελ
Με την ηχώ να πλανάται και να γεμίζει
Με την αρωγή ενός ψιθύρου ξεχωριστού και γνώριμου
Που δεν έσπαγε τη συμμετρία
Μα έδινε την κίνηση στο αντικείμενο που λεγόταν "Ενωση"
Με τη συνοδεία των "αστραπών των μακρυνών
που σβήνουν άηχα" 'εξω από το παράθυρο
Αλλά βάλμε γρίλιες για να αφήνουν το φως τους οι κεραυνοί
Και να ξέρουν πως είναι μαζί
Κια μαζί με τους κεραυνούς που "δεν μπόρεσαν να υπάρξουν"

Τα σέβη μου

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2007

Έρευνα ζωής


Πήρε την κατάσταση στα χέρια της
Την κατακρεούργησε σε τεμάχια
Τα εξέτασε ένα προς ένα
Κράτησε τις σημειώσεις της
Η μέθοδος βασίστηκε στην διαμόρφωση προσωπικής θεωρίας
Κοίταξε τα σπλάχνα της και επιβεβαίωσε στους πρώτους 260 μήνες
την ύπαρξη έντονων (μετρήσιμων) συναισθημάτων
Τα επόμενα 12 χρόνια, προσέθεσε, έσφυζαν απλώς από τοξίνες που ήθελαν να εκραγούν
Ταξίδεψε μέχρι τον Τροπικό του Καρκίνου για να το επιβεβαιώσει
Είχε πλάκα το ταξίδι αλλά ο στόχος της διατριβής διατηρήθκε αμετακίνητος
Τα αποτελέσματ της έρευνας ήταν πλέον κοινοποιήσιμα
Η γλώσσα της έρευνας όμορφη, ελκυστική, μητρική δηλαδή ελληνική
Η γραφή διεθνής
Τα συμπεράσματα δεν θα μπορούσαν να είναι σαφέστερα...
Δώδεκα χιλιάδες μέρες όνειρα από Μελάνη και Κυματομορφές
Έτριψε τα χέρια με χαμόγελο αυταρέσκειας
Τα απολύμανε
Κι ύστερα, με ένα σύντομο "χλας" αφαίρεσε τη μήτρα της
Αυτό ήταν...
Όλα έγιναν κομ ιλ φο...

Τα χείλη της ήταν τόσο υγρά που είχαν πια στεγνώσει
Ο εραστής της είδε τα αποτελέσματα και την κοίταξε στα μάτια μέσα από την οθόνη του
Ας κοιμηθούμε τώρα, της είπε
Ξάπλωσε στο άνετο κρεβάτι της
Κι αντί για φακούς επαφής άφησε στο κομοδίνο δύο μικροσκόπια

Σίδερο στην ανάσα


Εύκολα τον τύλιξε η χίμαιρα της λήθης στο άσπρο φως
Οι ανάσεςτων ανθρώπων άφησαν μόνο ιζήματα
Μάταια, έψαχνε για το βλέμμα στα μάτια τους
Οι μικρομέγαλες δομές έκαναν το απαίσιο θαύμα τους
Νόμισε δεν θα ξανάβλεπε στη ζωή του χώμα
Πως η αλμύρα υπήρχε μόνο για να οξειδώνει τα μέταλλα
Που καθώς εισχωρούσαν στους πνεύμονές του αλαφραιναν το βάρος της μνήμης
Έφυγε η σκόνη των βλεμμάτων
Αναρτημένες οθόνες του μιλούσαν για μια ευθύγραμμη ζωή
Μα τέσσερις πατούσες και ένα κλάμα του θύμισαν τη Ζωή
Την ημισφαιρική καμπύλη που προστάτευε τις μυρουδιές της Ζωής
Τις Πηγές της Γέννας
Αμήν!

Τα σέβη μου

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2007

Μετάπραξις Γ.Χ. 2670


Γλώσσες φωτιάς στο Κάιρο, ή μήπως στο Λονδίνο;
Του Τζώνυ η Πεντηκοστή χλωμή παραφθορά
Πύρινες Γλώσσες, Μάτια μου, αλείφουνε τα μάτια
Κλαμένες είναι οι κόρες σου για πρώτη τους φορά.

Ο αδελφός σε χαιρετά δεμένος στο τιμόνι
Η Αύρα σου κι η Αύρα του φιλιούνται σταυρωτά
Τερέζα μην οδύρεσαι, κι απόψε θα σαι μόνη
Εκεί που αύριο θα γλιστρούν μεταλλικά πουλιά.

Ο Φοίνικας θα καίγεται, σε τέφρα θα γεννιέται
Απ΄ τις ωδίνες του Παντός Εναντιοδρομία
Χλεύη, κλαγκή, ομήγυρη, Πόρνη πολυτελείας
Τον εραστή της Μάτια μου, στρυχνίνη θα κερνά.

Στον Φενεό Απόλλωνα, Μάτια μου, θα βρεθούμε
Εκεί που ο χρόνος Χιώτικη μαστίχα θα μασά
Γέρος, τυφλός, ανίκανος και δήθεν Πανδαμάτωρ
Διάφανος και αδιάστατος κόκαλα θα μετρά.

Κυριακή 15 Ιουλίου 2007

Επίπεδο Γ


Τινάχτηκα από ένα όνειρο:
Της υγρασίας των υπόγειων διαδρόμων
Μούχλα, Ημίφως, ο χειρότερος θάνατος
Ολόιδιο ύπαρ - είχε κάνει κατάληψη στο στέρνο μου
Στους δακρυγόνους αδένες μου
Ηλεκτρσοκ στην ανάσα μου

Γιατί δεν απάντησες;
Γιατί;
Νύχτα βαμμένη πεταλούδες και λυκαυγές
Είδα στιμμένο τον μυ της καρδιάς
Κέιτονταν νωπός νεκρός νηκτικός θηριοδαμαστής
Το τέλος αργεί;
Οι πέτρες βρήκαν τον στόχο τους, έκαναν κύκλος μες στους κύκλους
ώσπου να φτάσουν τα καράβια της μεγάλης ζέστης
τις είδα, το ορκίζομαι στο Όνειρο σας λέω, τις είδα...
ΣΤΟΠ  στο πλάνο! . . .

Μια άκρη περιμένει τον τελευταίο επιβάτη της
Τη χάιδεψε, Τον βίασε, Τη μύρισε, Τον γλύκανε, Τη λέρωσε, Τον εξάγνισε Αυτόν
Τέσσερα πόδια πρωτόγονης ψυχής πατάνε στην άκρη
Θα σωθούν χάρις στο θυμάρι
Κι αν όμως γίνουν δύο, γυμνά, σκαμμένα, παράλυτα, με δάχτυλα
Με ζωή που ξεπηδά απ΄τους λαγόνες...
Πιο πάνω, πιο πάνω, πιο πάνω...
CUT!

Είναι ο τρελός με τις Τρεις Περιστροφές
Τόσο εύκολα σκίζει τις σάρκες των ειδώλων του
Ματαιοπονώντας για τον συνεχόμενο θηλασμό των νεογνών...
Ο βράχος πάνω από τη θάλασσα καλεί
Θε μου, ας το ζούσα για μια στιγμή
Να το πω στις Πυραμίδες της ερήμου
Στις Πυραμίδες που ξερνάνε φως
Στις Πυραμίδες που φτύνουν Νόμο
Στις Πυραμίδες που σε ανεβάζουν στη κορφή τους με σκουριασμένη τροχαλία
Για νε σε κατακρημνίσουν στη σκοτεινή μεριά του Φεγγαριού
Για να βρίσκουν καταφύγιο στους Λαβυρίνθους οι δακρύβρεχτες ιστορίες
Που μεταδίδονται "την ίδια πάντα μέρα και ώρα"
Φτιαγμένες από Όρνεα
Φτιαγμένες για τους Hλίθιους

Μα κάποτε τα καύσιμα του Πιλότου θα τελειώσουν...
Και τα φλας του Παρατηρητή θα πέσουν πάνω του
Καταγράφοντας με πολλά παλαμάκια την πτώση και την ανόρθωση...
Τα κατάφερες μειράκιο, είσαι σπουδαίος
Και αυτό ς χτυπώντας με σουγιάδες τα πλήκτρα του αλαλάζοντος κυμβάλου θα ανακράξει:
Καταστροφή μου!!! . . .   Αγκάλιασέ με !!!  Στο στήθος σου του Δειλινού ! ! ! . . . 
Χωρίς σεβασμό . . .  σε παρακαλώ . . . χωρίς οίκτο!

Τρίτη 3 Ιουλίου 2007

Η Διοτίμα στον Αστερισμό των Διδύμων


Όταν σταμάτησε να ακούει τους ήχους
Άρχισε να ακούει και πάλι τις λέξεις
Είδε πως η σιωπή ήταν θόρυβος
Κι ας νόμιζε για χρόνια πως έβρεχε με σβηστά τα κανάλια
Άκουγε τη ανάσα της από τα σκοτεινά της μάτια
(Οι κόρες των Λάμψεων μύριζαν Χώμα, Αλάτι και Μετέωρο)
Το τρεμάνο πανώχειλο έσειε τη ραχοκοκαλιά του
Μάζευε ένα - ένα τα κομμάτια του κολλάζ
Ενόσω Αυτή μάζευε τα κομμάτια μας
Από τη μεγαλύτερη αγκαλιά που άνοιξε στον κόσμο
Πάσχιζε να τιθασεύσει τα πετάγματα των καυτών ανέμων
Που βγήκαν γυμνοί από τις λίθινες χαρακιές
Νύχια καμωμένα από αλαβάστρινο νέκταρ και χυμό μανδραγόρα
Ενέχυρο για τις εκτινάξεις του σώματος
Για τις διαθλάσεις του νου
Για τις παραμορφωμένες κοιλάδες που ζούσαν οι σφήκες
Έφτιαξαν γλυκόπιοτο μέλι
Αφήνοντας αμήχανες τις μέλισσες
Κι ύστερα κείτονταν πια νεκρές αφήνοντας το μήνυμα
Της θολερής παιδικής ανάμνησης
Πως η Πούλια είναι αστερισμός.
Ήρθα τρεις φορές
Και θα το τελειώσω όπως τάχθηκα από το Άλεφ να το τελειώσω
Άλλωστε, ως πότε θα χορεύω στα Δίδυμα Φεγγάρια;