
Καθόμουν βυθισμένος στην πολυθρόνα μου
Ήταν φτιαγμένη από πάγο
Γυναικεία κραυγή διαπέρασε τις Βοήμιες ωτασπίδες μου
Μέσα από τα πλεξιγκλάς μάτια μου
είδα μονόφτερη κίχλη να χτυπιέται στο ημιπερατό από το φώς τζάμι μου,
είδα Αυτήν να πέφτει γυμνή από τον απέναντι βράχο
Στη θέα της πτώσης έκανα μια ευχή: παντοτινή ευτυχία
Όπερ και εγένετο:
τα μετατάρσιά μου μετουσιώθηκαν σε πολυεδρικούς αστρίτες
Δύο από αυτούς σάλεψαν
Με συριγμούς μέσα από τις διχαλωτές τους γλώσσες
Και από θηλυκά μετουσιώθηκαν σε γυναίκες
Κάποια μάνα και κάποια (άσχετη) κόρη
που μου σέρβιραν σε ταριχευμένη μέδουσα το μυομήτριό Της
Ήταν διακοσμημένο με ψυχανθή
Έπειτα γύρισαν στον Καύκασο
Ενώ Αυτή ακόμα έπεφτε...
Θε μου! Πόση ευτυχία!!!
Ας είναι ευλογημένο το όνομά σου