Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009

Ενθύμιο από Λισαβόνα


Ένιωσε χνούδια να του γαργαλάνε τα δάχτυλα

Έσταζε σιωπή ο χώρος

Έτσι όπως άπλωσε την ανάσα του εκτεταμένη στο φως

νόμιζε πως η ζωή κέρδιζε σε μήκος

Οι σκιές του δωματίου ανίχνευαν το ζωηρό σώμα του 

καθώς η ανάμνησή τους συνέλεγε σαν μέλισσα

το φως που έμπαινε από το πλινθόχτιστο χαγιάτι

Του ΄ρθε να κλειδώσει μέσα του όλες τις σκέψεις 

και τα πράγματα του κόσμου κι άρχισε

ο δεξιός δείκτης να κάνει αναπαίσθητες διπλές κινήσεις

λες και τα μάζευε στο είναι του με "αντιγραφή - επικόλληση"

τα οικεία και ανοίκεια βλέμματα.

Ένιωσε έτοιμος και ασφαλής

Έστρεψε το πρόσωπο  ενενήντα μοίρες προς τα πάνω

Η στέγη του ανασηκώθηκε, τον χαιρέτησε

και πέταξε για πάντα στο Βορρά.

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

"Dust of Time" - "Η Σκόνη του Χρόνου" (ή "το Τρίτο Φτερό") του Θόδωρου Αγγελόπουλου


Έχουν περάσει λίγες ώρες και προσπαθώ ακόμα να συνέλθω από την ανατριχίλα που πέρασα βλέποντας τη «Σκόνη του Χρόνου». Είναι αλήθεια πως ακόμη δεν θέλω αυτό το συναίσθημα να πάρει τέλος επειδή κατάλαβα πως, επιτέλους, δώδεκα περίπου χρόνια μετά από «το Βλέμμα του Οδυσσέα» ο Αγγελόπουλος μας χάρισε ένα νέο ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως ο σκηνοθέτης κατάφερε να επαναλάβει και να εκθέσει τον εαυτό του με πρωτόγνωρο τρόπο, φέρνοντάς μας μπροστά στα πιο ομιχλώδη και ζωογόνα αρχέτυπά μας.

 Αν η ανθρώπινη ιστορία είναι τραγική τότε ο Αγγελόπουλος μας το δείχνει με τον πιο δραματικό και επώδυνο συναιασθηματικά τρόπο. Η Ιστορία ταυτίζεται με την Τραγικότητα του Ανθρώπου γιατί ο Έρωτας είναι η μεγαλύτερη δύναμη στο Σύμπαν. Είναι αυτή που απαλύνει κάθε πόνο, αυτή που μπορεί να σε οδηγήσει στις πιο ακραίες πράξεις, αλλά και στις πιο ευγενικές. Ο Έρωτας είναι ανυπέρβλητος όταν είναι αληθινός και κρατά μέχρι το ΤΕΛΟΣ. Αλλά η εδώ ζωή μας είναι η ιστορία μας και η «ΙΣΤΟΡΙΑ» μας. Χωρίς τον Έρωτα δεν θα είχαμε ούτε την ιστορία ούτε την «ΙΣΤΟΡΙΑ».

 Έχω, επίσης, την εντύπωση πως ο Αγγελόπουλος δίνει για πρώτη φορά ένα σαφές, καθαρό, αισιόδοξο μήνυμα. Όμως, για να το λάβεις πρέπει να μπεις σε αυτό «Ομιχλώδες Τοπίο της Ιστορίας» και να ρουφήξεις από το μεδούλι του, όπως ρούφηξαν οι εξεγερμένοι του τελευταίου Δεκέμβρη. Να ερωτευτείς τον εαυτό σου και τους άλλους μέσα από την Ιστορία. Αν βγεις εκτός, μάλλον θα νιώσεις και θα καταλάβεις λιγότερα (αλλά κρατώ και μια επιφύλαξη γι΄ αυτό το τελευταίο). Η ισχυρότερη πηγή ζωής του ανθρώπου, ο Έρωτας που μετουσιώνεται σε Αγάπη, από αυτήν έρχεσαι, και με αυτήν φεύγεις από το πεδίο μάχης της επίγειας προσωρινότητας, αφού πρώτα έχεις απλωθεί, αφού έχεις διαχυθεί παντού.

Δεν μπόρεσα (και δεν ήθελα) να ελέγξω τους δακρυϊκούς μου αδένες κατά τη διάρκεια της ταινίας. Εύχομαι από καρδιάς να μην τους ελέγξετε ούτε εσείς…

http://www.dustoftime.com.

Συνέντευξη Θόδωρου Αγγελόπουλου στον Αντώνη Περιβολάκη για την εφημερίδα "Πυξίδα"




Στις αρχές Του Φεβρουαρίου αυτής της χρονιάς προβλήθηκε η νέα ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Το Τρίτο Φτερό». Η ταινία είναι η δεύτερη στη σειρά από την τριλογία του «Η Σκόνη του Χρόνου». Πρόκειται για μια ερωτική ιστορία που εκτυλίσσεται στα πλαίσια σημαντικών ιστορικών γεγονότων του 20ου αιώνα. Στην «Πυξίδα» πήραμε σαν αφορμή αυτήν την ταινία για να συζητήσουμε μαζί του όχι μόνο για την ταινία ή για την τριλογία αλλά και για πολύ σημαντικότερα ζητήματα που απασχολούν ανήσυχους, ευαίσθητους και υποψιασμένους πολίτες.
Έτσι, ένα μουντό, βροχερό απόγευμα μας υποδέχτηκε στο γραφείο του στα Εξάρχεια. Δυστυχώς, την προηγούμενη μέρα ένα αυτοκίνητο τον χτύπησε την ώρα που αυτός περπατούσε με αποτέλεσμα να σπάσει το χέρι του. Ομολογώ πως ενώ το αρχικό σχέδιο ήταν να καθίσουμε μισή ώρα για να μην ταλαιπωρηθεί περισσότερο από τον τραυματισμό του, εν τούτοις καθίσαμε στο μισοσκότεινο ατμοσφαιρικό γραφείο του για μιάμιση ώρα μιας που ο ίδιος επέμενε να συνεχίσουμε την κουβέντα.
Εφαλτήριο της συνέντευξης ήταν μια ατάκα του Θανάση Βέγγου από την ταινία του Αγγελόπουλου «Το Βλέμμα του Οδυσσέα» (πριν από περίπου 14 χρόνια). Η ατάκα είχε ως εξής «… η Ελλάδα πεθαίνει. Πεθαίνουμε σαν λαός!. Κάναμε τον κύκλο μας… τρεις χιλιάδες χρόνια, ανάμεσα σπασμένες πέτρες κι αγάλματα … και πεθαίνουμε… Αλλά αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα, ας πεθάνει γρήγορα. Γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο»

Πριν από μερικά χρόνια εκφωνήσατε διά στόματος Βέγγου τον επικήδειο των Ελλήνων. Ισχύει αυτός ο επικήδειος, ήταν απλά μία υπόθεση, ή δεν έχετε αλλάξει γνώμη;

Όχι, δεν έχω αλλάξει γνώμη. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, το αισθάνομαι πολύ έντονα.

Γιατί οι Έλληνες δεν έχουμε πια καλή εικόνα προς τα έξω;
Γιατί πάψαμε να πιστεύουμε σε κάτι.

Δηλαδή, οι Ευρωπαίοι πιστεύουν σε κάτι;

Ξέρετε οι Ευρωπαίοι έχουν μια υποδομή. Εμείς περάσαμε και τετρακόσια χρόνια Τουρκοκρατίας που τσαλάκωσαν τη συνέχεια του Ελληνισμού. Σκεφτείτε ότι τότε η Ευρωπαίοι είχαν Αναγέννηση κι εμείς τίποτα… Η Ελλάδα ξαναγεννήθηκε κάτω από την επίβλεψη διαφόρων «νονών» οι οποίοι μπήκαν στην Ελληνική ζωή διαμορφώνοντάς την με τον τρόπο που ήξερε ο καθένας. Στην πραγματικότητα εδώ τίποτα το σπουδαίο δεν έχει γίνει. Πετάχτηκε εδώ ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, μετά πέρασε η χώρα αυτά που πέρασε… Συνεχείς, συνεχείς, συνεχείς αναστατώσεις, η χώρα δεν πρόλαβε να ηρεμήσει και να δημιουργήσει. Είμαστε ένα μικρός αριθμητικά λαός που έχει εξαιρετικές ικανότητες αλλά δεν πιστεύει σε τίποτα. Ο Ελληνικός λαός έκανε τον πόλεμο του ’40 και αυτήν την ζηλευτή αντίσταση στο φασισμό και ο Ελληνικός λαός έγινε ξαφνικά το τίποτα όταν δεν είχε πια να πιστέψει σε κάτι.

Είχατε πει ότι ο θάνατός μας κάνει θόρυβο. Είναι θόρυβος για εμάς τους Έλληνες ή είναι διεθνής;
Κοιτάξτε είναι πια ένας κόσμος μη αναγνωρίσιμος. Δεν υπάρχει σημείο αναφοράς πουθενά πια.

Δεν είναι αναγνωρίσιμος με μοντερνιστικούς όρους.

Όχι, δεν είναι αναγνωρίσιμος πουθενά πια. Δεν είναι αναγνωρίσιμος με όρους ανθρώπινους. Έχω την εντύπωση ότι υπάρχει μια καλπάζουσα βαρβαρότητα. Εγώ αυτό βλέπω.

Πιστεύετε πως είναι σύμφυτο της ανθρώπινης φύσης;
Δεν ξέρω. Ίσως είναι μια ιστορία που έχει σχέση με τη σημερινή εποχή, με τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται ο κόσμος, με τον τρόπο που πορεύεται αυτή τη στιγμή. Και χωρίς να έχει και κάποιο διακριτό σημείο ανάκαμψης, επιστροφής σε κάτι ή προχωρήματος σε κάτι που να ανοίγει προοπτικές.

Αυτά που λέτε όμως δεν συμφωνούν με τα μηνύματα που δίνετε στις ταινίες σας. Πάντα υπάρχει στο τέλος μια νότα αισιοδοξίας ακόμα κι αν είναι χαώδης ή μη ευδιάκριτη. Αυτό είναι ψυχολογικό ή έχει ρεαλιστική βάση;
Όχι δεν έχει ρεαλιστική βάση. Είναι ανάγκη αναζήτησης ενός ανοίγματος. Δεν μπορώ να παραδώσω κάτι το οποίο θα είναι κλειστό ή τελεσίδικο. Αφήνω πάντα ένα παράθυρο, παρά το ότι αισθάνομαι έτσι όπως είπα προηγουμένως, γιατί απέναντι σε μια νέα γενιά. δεν έχω το δικαίωμα να κλείσω το θέμα

Σε αυτό το κλίμα που συζητάμε κινήθηκαν και εξακολουθούν να κινούνται αρκετοί άνθρωποι, είτε από το χώρο της τέχνης είτε της πολιτικής. Άλλοι μιλάνε ακόμα και για την αποτυχία του ανθρώπινου είδους. Αν το εξετάσουμε σε μια τέτοια βάση, θα λέγαμε ότι δεν έχει πια νόημα να συζητάμε για τίποτα, είναι κλειστό. Εσείς ποτέ δεν αφήσατε κάτι τέτοιο. Εσείς σαν ένας άνθρωπος του ποιητικού κινηματογράφου, στρέφεστε στη ζωογόνα πηγή του έρωτα. Το βάλατε το θέμα και σε παλιότερες ταινίες σας, το βάλατε και στην τελευταία

Νομίζω πως είναι ό, τι πιο σημαντικό μπορεί κανείς να πάρει από αυτή τη ζωή. Και κάτι ακόμα πιο σημαντικό που το ένιωσα πρόσφατα αποκτώντας εγγόνι, ότι παρ’ όλα αυτά, το γεγονός της ύπαρξης αυτών των μικρών παιδιών με υποχρεώνει εν ονόματί τους να μην τους κλείσω όλα τα παράθυρα ακόμα κι αν ξέρω ότι μπορεί να περάσουν όλη αυτήν τη διαδρομή που πέρασα εγώ. Ξέρετε, όταν γεννιέσαι και γίνεται μια δικτατορία μόλις γεννηθείς, και μετά ένας πόλεμος στην Αλβανία και διαλύεται η οικογένεια, μετά ο εμφύλιος, οι συλλήψεις, οι αναστατώσεις γα την Κύπρο (τα φοιτητικά μου δηλαδή) και μετά όλες οι ιστορίες με την Αριστερά μετά το ένα μετά το άλλο…. Εγώ ήμουν στο Παρίσι και νόμιζα ότι άνοιξε ο κόσμος.. ξαναγυρίζω στην Ελλάδα και πέφτω στα Ιουλιανά. Και μετά η δικτατορία. Παρ΄ όλα αυτά, ξέρετε, υπάρχει μια τρομακτική ιστορία που λέγεται «νεότητα». Η νεότητα όλα αυτά τα μασάει, τα κάνει αναζήτηση του νέου, αναζήτηση διεξόδου, πόρτας, πολιτικής προοπτικής. Όταν όμως μεγαλώνεις πολύ και μεγαλώνουμε όλοι και αυτά τα πράματα συνεχίζονται, αυτό το ρεύμα αρχίζει και κουράζει. Κι βλέπεις ότι αυτά στα οποία κάποτε πίστεψες όλα ξοδεύτηκαν έγιναν σκουπίδια στην άκρη του πεζοδρομίου. Άρα έχεις μια αίσθηση ότι όλα πήγαν χαμένα. Πήγαν όμως; όχι δεν πήγαν. Γι΄ αυτό και είμαι ανάμεσα σε αυτό που θα λέγαμε ελπίδα και πένθος. Ξαφνικά συμβαίνει κάτι. Ένας άνθρωπος σε σταματάει στο δρόμο και σου λέει «ευτυχώς που υπάρχετε» (με σταμάτησε ένας νεαρός τον Δεκέμβρη εδώ απ΄ έξω και μου το είπε) Άρα κάτι μπορεί να έχει γίνει ή κάτι να μπορεί να γίνει. Δεν ξέρω, μπορεί να είναι και ειδική ετούτη η εποχή γιατί η μελαγχολία φαίνεται πως έχει περισσέψει. Τα πράματα συγκεντρώνονται έτσι αυτόν τον καιρό που νομίζω ότι κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα. Όλοι μιλάνε, μιλάνε, μιλάνε… αλλά έχεις την εντύπωση πως πρόκειται απλά για μια λογόρροια.

Θα ήθελα να επικεντρωθούμε λίγο στην ταινία, να μας πείτε τι είναι αυτή η ταινία, τι είναι η τριλογία σας


Άλλο τι αισθάνεται ο καθένας κι άλλο το πόσο μακριά μπορεί να πάει εμένα. Η ιστορία ξεκίνησε όταν επέστρεφα από τις Κάννες όταν είχα πάρει το βραβείο για την ταινία «Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα». Είχε γίνει ντόρος, πρώτη φορά η Ελλάδα έπαιρνε το μεγαλύτερο κινηματογραφικό βραβείο. Με ρωτάγανε «τι θα κάνω», εγώ δεν είχα τίποτα στα σκαριά. Ήταν το 1998, πλησίαζε να τελειώσει ο αιώνας και σκεφτόμουν πως όλη μου η ζωή, όλο μου το έργο βρισκόταν μέσα σε αυτόν τον αιώνα και αυτός τελείωνε. Ό,τι σημαντικότερο μου είχε συμβεί, εκεί έγινε. Θυμήθηκα την αποστροφή από ένα ποίημα του Ελύτη που λέει «εξόριστε Ποιητή, στον Αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις ;» και δεν απάντησα σαν ποιητής, προσπάθησα να μιλήσω προσωπικά και να πω τι είδα, έστω και ο τρόπος γραφής μου να είναι μέσα από έναν «ποιητικό», κατά Παζολίνι κινηματογράφο. Κι εγώ, τι μπορώ να πω γι αυτά τα δύο τρία πράγματα που ξέρω γι΄ αυτόν τον αιώνα; Κι έτσι αποφασίστηκε η τριλογία. Δεν ξέρω για ποιον λόγο. Και ξαναπιάνοντας για κεντρικό ήρωα μια γυναίκα που λέγεται Ελένη, γιατί έτσι λεγότανε και η γυναίκα της «Αναπαράστασης», έγραψα μια ιστορία. Υπάρχει και το συμβολικό της «Ελλάδας – Ελένης» και η κόρη μου η Ελένη και όλα αυτά τέλος πάντων που μπορεί να περιστρέφονται γύρω από αυτό το όνομα. Κι άρχισα να γράφω. Κι η ιστορία είναι αυτή που ξέρετε, δηλαδή τα δύο πρώτα μέρη της τριλογίας με τις ταινίες «Το Λιβάδι που δακρύζει» και «το Τρίτο Φτερό» και μένει ακόμα μια ιστορία – ταινία που δεν είμαι σίγουρος αν θα είναι αυτή που θα κάνω αμέσως, γιατί έχω μια περίεργη διάθεση να κάνω μια μικρή ταινία – μικρή παραγωγή, ίσως ασπρόμαυρη και θα είναι σαν να ξαναγυρίζω στην αρχή μου. Πιστεύω ότι το έχω ανάγκη, προσωπικά πια. Το τρίτο μέρος της τριλογίας θα βλέπει το παρόν και το αύριο.

Κάνοντας μια παρένθεση, θα έλεγα ότι βρίσκω όλο αυτό πολύ ενδιαφέρον από άποψη ψυχολογικής ερμηνείας.
Μα έτσι κι αλλιώς όλο αυτό έχει πολύ μεγάλη σχέση πολύ με εμένα. Λέω αυτό που λέει και ο Σεφέρης: «τα τελευταία Λόγια προτού η Ψυχή μου κάνει Πανιά» που είναι δικά μου όμως. Δεν αφηγούμαι αντικειμενικές ιστορίες. Δεν είμαι προς τα εκεί. Δεν ισχυρίζομαι πως όσοι κάνουν αυτό δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον ο κινηματογράφος τους, το αντίθετο. Νομίζω πως κάποια στιγμή έρχεται η ώρα που θα πρέπει να μιλήσεις για εκείνα τα πράγματα που σου είναι πολύ οικεία.

Να υποθέσω πως όταν γυρίζετε τις ταινίες σας δεν έχετε το νου σας στο θεατή, ε;

Όχι, ποτέ δεν το έκανα αυτό. Αυτό που κάνω το κάνω για μένα, για τους φίλους μου που μπορεί να είναι όσοι θέλετε. Έχω κάνει ταινίες που πουλήθηκαν σε 45 χώρες, έχω κάνει και ταινίες που δεν πουλήθηκαν ούτε σε 10. Η έννοια του φίλου έχει να κάνει με αυτόν με τον οποίο συναντάται η ματιά σου και ο οποίος αισθάνεσαι ότι έχει το ίδιο βλέμμα μ΄ εσένα, που μπορεί να είναι ένα Γιαπωνέζος στην Ιαπωνία, ένα Κορεάτης στην Κορέα, ένας Λατινοαμερικάνος.

Κάνοντας το συνήγορο του διαβόλου θα ήθελα να σας ρωτήσω: κάνετε ταινίες για λίγους; Είναι γνωστό πως έχετε καταφέρει εδώ και πολλά χρόνια να δημιουργήσετε ένα δίκτυο διανομής στα καλά σινεμά της υφηλίου. Παρ΄ όλα αυτά είναι γνωστό ότι λίγοι έρχονται να δουν τις ταινίες σας. Μήπως τηρουμένων των αναλογιών είναι λίγοι οι θεατές σας και στο εξωτερικό και επιλέγετε, ίσως και από ελιτισμό, να κάνετε σινεμά για λίγους;

Εντάξει ποτέ δεν είχα στις ταινίες μου μεγάλο κοινό. Μιλάμε, βέβαια, για την λεγόμενη «Πρώτη Προβολή» δηλαδή την πρώτη περίοδο προβολής μιας ταινίας, γιατί ακολουθούν κι άλλες, σε λέσχες, αφιερώματα, τηλεοράσεις, και τέλος πάντων αυτό το κοινό που έπεται δεν μπορεί να το μετρήσει κανείς, γιατί είναι πολύ μεγάλο. Εντάξει, το κοινό μου δεν είναι τεράστιο αλλά ποικίλλει ανάλογα με την ταινία, ανάλογα με την χώρα… Στην Κολομβία, ας πούμε, ποιος θα το φανταζόταν, υπάρχει «έδρα Αγγελόπουλου» άρα υπάρχει κι εκεί ένα κοινό. Στην Νέα Υόρκη διδάσκεται το έργο μου… Το κοινό μου, λοιπόν, δεν είναι και δεν ήταν ποτέ μεγάλο. Στις καλύτερες των περιπτώσεων έφτασαν τις εκατό χιλιάδες στην Ελλάδα. Εδώ για μια πολύ σπουδαία, κατά τη γνώμη μου, ταινία «το Βλέμμα του Οδυσσέα» με βραβεία στο φεστιβάλ Καννών, με διθυράμβους κλπ, έκοψε στην Ελλάδα μόνο εξήντα χιλιάδες εισιτήρια. Το «μια Αιωνιότητα και μια Μέρα», με χρυσό Φοίνικα στις Κάννες έκανε μόνο ογδόντα χιλιάδες στη χώρα μας. Αυτό ήταν… Ο «Μελισσοκόμος» έκανε κάπου εβδομήντα χιλιάδες εισιτήρια στην Ελλάδα, ενώ την ίδια περίοδο στην μικρή Ελβετία έκανε πενήντα χιλιάδες. Αν μαζέψετε αυτά ανά τον κόσμο μαζεύεται ένας σημαντικός αριθμός. Αν σκεφτείς ότι μετά περνάνε και στις τηλεοράσεις των χωρών γίνεται ένα άλλο κοινό.

Άρα προσυπογράφετε γι άλλη μια φορά την άποψη του Μπόρχες που προαναφέρατε ότι κάνετε ταινίες για εσάς και για πέντε φίλους (ή για πέντε εκατομμύρια φίλους)

Ναι, και κάνω ταινίες και για άλλον έναν λόγο: για να απαλύνω το χρόνο που περνάει, πάλι σύμφωνα με τον Μπόρχες…

Πιστεύετε ότι ο έρωτας περνάει μέσα από την Ιστορία όπως έχετε δείξει πολλές φορές μέσα από τις ταινίες σας;

Όχι, εγώ με τον τρόπο που προσέγγισε ο Μπρεχτ την ιστορία ήμουν μέχρι και τον «Μεγαλέξανδρο». Από εκεί κι έπειτα η ιστορία γίνεται τοιχογραφία του βάθους. Παλιά νόμιζα πως εμείς κάνουμε την ιστορία, όπως το πίστευε και όλη η Αριστερά. Από ένα σημείο και μετά δεν ξέρω πια. Είμαστε υποκείμενα ή αντικείμενα; Δεν ξέρω αν κινούμε εμείς τα νήματα ή αν υφιστάμεθα την ιστορία. Δεν μπορώ να απαντήσω. Γιατί, αν σκεφτώ, ας πούμε την οικογενειακή μου ιστορία, λέω πως με κανέναν τρόπο δεν έπρεπε να έχουν συμβεί αυτά τα πράγματα. Η Ιστορία έτρεχε έξω από εμάς και έμπαινε στη ζωή μας χωρίς εμείς να το αναζητήσουμε. Μιλάω τώρα για τον οικογενειακό ιστό που διαλυόταν όχι επειδή ήθελε αλλά επειδή τα πολιτικά γεγονότα τον διέλυαν. Ο μαρξισμός έλεγε ότι η ιστορία γράφεται από τις μάζες. Εγώ λέω πως δε ξεκινά ποτέ από τις μάζες η Ιστορία. Ξεκινά από κάπου άλλού. Όταν γράφεται όμως η Ιστορία, δεν φτιάχνεται από τις μάζες . Γενικότερα, δεν ξέρω πια για το πόσο αντικειμενικό είναι να λες αν η ιστορία κινείται μέσα ή έξω από εμάς. Δεν μπορεί βέβαια, να είναι τελείως έξω. Εμείς είμαστε η ιστορία.. «όσο είναι ο Χρόνος εμείς, τόσο είναι και η Ιστορία Εμείς.

Έχετε καθόλου μεταφυσική διάθεση, και απαντήστε όπως θέλετε…

(γέλια) έχω πάντα τα ερωτήματα που, νομίζω, έχει ο καθένας: το «από πού» και «για πού;»

Πιστεύετε ότι με το θάνατο τελειώνουν όλα;

Δεν ξέρω. Επαναλαμβάνω τη φράση ενός χριστιανού που έλεγε ο Ταρκόφσκι όταν συζητάγαμε το ίδιο πράγμα. Ο ίδιος απαντούσε «είμαι αγνωστικιστής» όμως είχε έναν σταυρό στο λαιμό. Και το θεωρούσα και λίγο παιχνίδι. Εγώ δεν ξέρω και δεν ξέρω κι αν μπορεί κανείς να ξέρει. Το ότι μπορεί να πιστεύει ναι, αλλά να ξέρει…; Είναι ένα μελαγχολικό ερώτημα.

Ευτυχώς που υπάρχουν και αυτά τα ερωτήματα που απαλύνουν τη ζωή από το καθημερινό και το σκληρό. Μου φαίνονται μια παρηγοριά και ένα εφαλτήριο για να κάνουμε οι άνθρωποι όλα αυτά τα σημαντικά πράγματα όπως είναι η Τέχνη.
Η Τέχνη είναι η αναζήτηση του ανείπωτου, στην καλή της μορφή. Με αυτήν την έννοια μπορεί να είναι αναζήτηση του αιώνιου.

Παλιότερα είχατε μιλήσει για καλούς και για κακούς κριτικούς και όχι για καλές ή για κακές κριτικές. Υπάρχουν φορές που έχω διαβάσει πράγματα και έχω αναρωτηθεί «έχεις το δικαίωμα στην κριτική;» Μπορεί να έχεις σπουδάσει μια τέχνη αλλά έχεις το δικαίωμα να αποδεχτείς ή να απορρίψεις ένα έργο μόνο και μόνο επειδή συνάδει ή δεν συνάδει με κάποιους προκαθορισμένους κανόνες τέχνης;
Είναι μεγάλο το θέμα της κριτικής. Στην περίοδο που ήμουν εγώ στο Παρίσι έκανα κι εγώ κριτική . Τότε, κάνοντας κριτική εννοώντας την αναζήτηση του καλού. Δεν είχαμε πρόθεση να γκρεμίσουμε αλλά να χτίσουμε. Γι΄ αυτό και οι κριτικοί γινόντουσαν κινηματογραφιστές και δημιούργησαν ένα ολόκληρο κίνημα. Τότε που ήμουν στο Παρίσι ερχόντουσαν ταινίες από όλα τα μέρη του κόσμου. Ήταν η μαγική εποχή του κινηματογράφου. Και είμαι κάθετος σε αυτό: υπάρχουν καλές και κακές ταινίες, όπως υπάρχουν καλά και κακά βιβλία. Υπάρχει μια εκτίμηση. Το θέμα είναι αλλού: πρώτον, πώς γράφει κανείς και δεύτερον, όταν έχεις μια στήλη υπάρχει ένα αίσθημα ευθύνης για το τι γράφεις, πώς γράφεις, σε ποιον απευθύνεσαι και τέλος ποιος είσαι εσύ που κάνεις κριτική. Εκεί είναι το δικαίωμα: Απ όλους αυτούς που κάνουν κριτική πόσοι ξέρουν να κάνουν; Και τέτοια προβλήματα δεν έχουμε μόνο εδώ αλλά και σε άλλες χώρες. Τέτοιες κριτικές δεν προσφέρουν καμιά υπηρεσία στον κινηματογράφο. Λειτουργούν με τη μόδα με τα συμφέροντα., κλπ. Οι δεκαετίες του ’60 και του ’70 ήρθαν σε ρήξη με τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο άνοιξαν το δρόμο για τον «Νέο ελληνικό Κινηματογράφο». Έτσι έγινε και με την Νουβέλ Βαγκ. Σήμερα το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε πια κριτική κινηματογράφου. Είναι τρόπος ή άκριτου θαυμασμού ή απαξίωσης. Τι σημασία έχει πια η κριτική για το σινεμά; Το πολύ πολύ να βοηθήσουν μια ταινία να κάνει μερικά παραπάνω εισιτήρια. Τα έργα τέχνης αναμετριούνται με το χρόνο, αναμετριούνται με τις γενιές και ό,τι μείνει θα είναι αυτό που αξίζει. Αυτή η τάση σήμερα της ανύπαρκτης κριτικής δεν θα βοηθήσει στη γένεση ενός νέου κινηματογραφικού κύματος.

Η περίοδος στην οποία αναφερθήκατε πριν στην Γαλλία χαρακτηρίστηκε από τις μεγάλες αναζητήσεις και τις μεγάλες αλλαγές. Βέβαια συνέπιπτε και με την αρχή του τέλους της «Μεγάλης Αφήγησης» σύμφωνα με τον Λυοτάρ. Πάντως, ο χώρος της δημιουργίας, ο χώρο των τεχνών, των επιστημών βρήκε πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης στο Παρίσι στη δεκαετία του ’60 και του ’70, σωστά;

Βέβαια. Εγώ πήγαινα τότε από το ένα πανεπιστήμιο στο άλλο. Έφευγα από το δικό μου και γύριζα. Ήταν πολύς κόσμος εκεί: ο Λεβί Στρως, ο Ξενάκης, ποιους να πρωτοθυμηθώ… ήταν οι πάντες στο Παρίσι. Ένιωθες ότι οι δρόμοι τραγουδούσαν, ένιωθες πως η περίοδος εκείνη έδινε νόημα στη ζωή σου , ένιωθες πως άξιζε να ζεις… Και… δεν ξέρω πια, τριγυρίζοντας με τις ταινίες μου, όταν βλέπω παλιούς μου Γάλλους συμφοιτητές, άλλους παρατημένους … αρκετοί έχουν φύγει… τι να πω; Είναι λίγο μελαγχολικά τα πράγματα. Ζήσαμε εκείνο το πράγμα, το ζήσαμε και δεν ανανεώθηκε, δεν ξαναγεννήθηκε … να, έτσι, να βγαίνουν και καινούριες γενιές.

Αυτό που σκέφτεστε να κάνετε για το αύριο, σαν τρίτο μέρος της Τριλογίας, περιέχει κάποια πρόταση;
Δεν το ξέρω ακόμα. Είμαι σε μια περίοδο που επισκέπτομαι πάρα πολύ τον εαυτό μου και δεν ξέρω τι θα προκύψει. Δεν θέλω όμως να μπω πολύ μέσα, πράγμα που ενδεχομένως με φέρει σε μια απόσταση με τα πράγματα. Θέλω να είμαι συνεχώς μέσα κι έξω. Υπάρχουν πράγματα περίεργα που μου ξυπνούν το ενδιαφέρον. Θα σας περιγράψω μια πρόσφατη εμπειρία μου. Περνώντας από τη Πάτρα ένα βράδυ είδα σκιές και φωτιές πίσω από κάτι δέντρα. Είναι κάποιοι που περιμένουν στο λιμάνι για να φύγουν. Ήταν μια εικόνα που μου δημιούργησε έναν πολύ περίεργο ερεθισμό. Και σκεφτόμουν…. ήταν βράδυ και ερχόντουσαν κάποιοι … κάποιες … και φωτιζόντουσαν από αυτοκίνητο που πέρναγε… το φως τους κάλυπτε και μετά χανότανε… και μετά, κάπου ένας άνθρωπος έτρεχε, κι ύστερα κάποιος τραγουδούσε κάπου εκεί σε μια άγνωστη γλώσσα και βέβαια, ένα γέλιο ή μια σιωπή που κράταγε πολύ. Εγώ έκανα τη διαδρομή. Όταν το είδα ζήτησα από τον οδηγό να με πάει μέσα …ήταν μια σιωπή πραγματική, δεν ξέρει κανείς αν ήταν γέλιο, λέω «γέλιο», αλλά ήταν ένα γέλιο που έμοιαζε περισσότερο με κλάμα παρά με γέλιο, αλλά αντικειμενικά θα έλεγε κανείς ότι κάποιος γελάει αυτή τη στιγμή. Να, αυτή ήταν η εικόνα που είδα. Στη Λάρισα, πάλι, μια φορά ήταν κάτι άλλο: επρόκειτο να μιλήσω στην παρουσίαση μιας ταινίας μου και ο αιθουσάρχης με παρακάλεσε να μην μιλήσω πολύ για να μην … χαθεί όλος αυτός ο κόσμος, να μην φύγει, ώστε να μείνει να δει την ταινία. Μου λέει μήπως μπορείτε να κάνετε αυτή τη συζήτηση έξω αντί για μέσα; Ε, και λέω κι εγώ πού έξω; Λέει, να εδώ απ΄ έξω, στο καφενείο. Κοίταξα, ήταν κάτι σαν ένα Χολ μεγάλο, σκέφτηκα ποιος θα κάτσει τώρα εδώ να κουβεντιάσει, πέστε μου του λέω που θέλετε; Σε λίγο με φωνάζει μου δείχνει, να εδώ, και βλέπω έναν κόσμο, τετρακόσα περίπου άτομα, να έχουν κάνει έναν κύκλο και να περιμένουν. Και κάνουμε μια συζήτηση με ανθρώπους όλων των ηλικιών. Και γύριζε από δω κι από εκεί ένα μικρόφωνο και αισθανόμουν περίεργα αν και το έχω ξανακάνει αυτό, αλλά το να υπάρχει ένας κύκλος γύρω από εμένα και να κουβεντιάζουμε για τα πάντα έτσι στο όρθιο δεν μου είχε ξανασυμβεί. Ή, θυμάμαι μια άλλη φορά στο Μουσικό Λύκειο των Σερρών κάνανε μια γιορτή για μένα. Κι ένας πιτσιρικάς είχε γράψει μουσική και έπαιζε στο πιάνο. Ήταν μια καθηγήτρια που είπε μερικά λόγια, και μετά, τα παιδιά με ρωτούσαν ποια είναι η γνώμη μου για την εξέγερση του Δεκέμβρη. Και κάτσαμε και μιλάγαμε με τα παιδιά, και κάτσανε κι οι δάσκαλοι και ούτε μικρόφωνα ούτε τίποτα και κουβεντιάζαμε έτσι… Αυτά είναι τα κερδισμένα πράγματα και που δείχνουν μια ανάγκη για κάτι άλλο.

Μιλήσατε για σχολείο, θα ήθελα μια γνώμη για τα γεγονότα του Δεκέμβρη, για την εξέγερση της νεολαίας

Κατ΄ αρχήν να δηλώσω ότι είμαι εναντίον της βίας. Και αυτό επειδή η βία γεννάει βία. Όμως, δεν κάνει τίποτα άλλο η εποχή μας από το να ενισχύει την καταστολή. Αυτό είναι το αποτέλεσμα. Κάνει συντηρητικότερη την κοινωνία μας. Όμως έχει ένα πολύ μεγάλο καλό και μιλάω για την εξέγερση καθαρά. Το κατέβασμα στους δρόμους. Αυτό θεωρώ πολύ θετικό. Δείχνει ότι αυτοί οι μικροί άνθρωποι αισθάνονται ότι κάτι δεν πάει καλά. Μπορεί να μην το συνειδητοποιούν εκατό τοις εκατό, αλλά αισθάνονται αυτό το λάθος. Κάτι νιώθουν. Εγώ τουλάχιστον έτσι το εκτίμησα.

Νομίζω ότι τα παιδιά, παρακολουθώντας με τον δικό τους τρόπο τον δημόσιο βίο νιώθουν ένα έντονο κενό στο αίσθημα δικαίου με τη γενικότερη έννοια του όρου: πολιτική και κοινωνική διαφθορά. Στα παιδιά αυτά έχουμε στερήσει το δικαίωμα να ονειρεύονται, το μεγαλύτερο πλήγμα που μπορούμε να δώσουμε σε μια νέα γενιά.

Ο ποιητής Λαπαθιώτης λέει «χωρίς πίστη, χωρίς έρμα, εγίναμε το λάφυρο του ανέμου». Και αυτό είμαστε σε τελική ανάλυση. Πού να πιστέψουν σε τι να πιστέψουν αυτά τα παιδιά όταν ανοίγοντας την τηλεόραση βλέπουν αυτά που βλέπουν; Η τηλεόραση είναι η επαφή τους με το καθημερινό γίγνεσθαι.
Εγώ βλέπω περπατώντας τα καλοκαίρια έξω από τα σπίτια, να υπάρχουν ανοιχτές πόρτες, ανοιχτά παράθυρα και ανοιχτές τηλεοράσεις. Όλη τη ζωή μας την διατρέχει η τηλεόραση. Αλλά μέσα από αυτό το μέσο περνάει και όλη η ασχήμια. Έχουμε γονείς που εργάζονται όλη μέρα, λείπουν από το σπίτι, τα παιδιά κάθονται μέσα, βλέπουν ο,τι βλέπουν, είναι φυσικό να εξεγερθούν. Παρατηρούμε ότι στην Αμερική, στην Ευρώπη παίρνει ένα μαθητής ένα όπλο και ξεπαστρεύει μερικούς συμμαθητές του στο σχολείο (σημείωση: το περιστατικό στην Ελλάδα δεν είχε ακόμα συμβεί). Εδώ ακόμα δεν συνέβη αλλά συμβαίνουν άλλα. Και μετά βγαίνουν και λένε, ο ένας ήταν άρρωστος, ο άλλος ήταν πολύ ευαίσθητος, ο άλλος ήταν βλαμμένος… δεν ξέρω, εγώ το μόνο που ξέρω είναι ότι συμβαίνει και αυτά είναι μορφές παθογένειας ή μάλλον το αποτέλεσμα μιας παθογένειας.

Είστε ένας άνθρωπος που έχετε φορτωθεί με βραβεία. Πολλοί καλλιτέχνες ακόμα και βραβευμένοι έχουν υποστηρίξει δημοσίως ότι ένα μεγάλο μέρος αυτών των βραβείων είναι προαποφασισμένα. Είναι έτσι;

Κοιτάξτε υπάρχουν βραβεία που είναι δίκαια και άλλα που δεν είναι. Εκείνο που έχει σημασία είναι να το αισθάνεσαι κι εσύ ο ίδιος. Να ξέρεις πως εκείνοι που σε βράβευσαν αγάπησαν το έργο σου κι ότι αυτό δεν είναι αποτέλεσμα μιας συναλλαγής. Εγώ έχω κάνει μέλος κριτικών επιτροπών στις Κάννες, στη Βενετία, στο Βερολίνο, συνεπώς γνωρίζω πως γίνεται ή όλη διαδικασία. Εκείνη την χρονιά με το «Βλέμμα του Οδυσσέα» στις Κάννες που δεν πήραμε το πρώτο βραβείο, δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα ήταν τόσο φτηνή αυτή η διαδικασία.

Πιστεύετε ότι χρειάζεται ένα δημιουργός να είναι μακριά από τις όποιες οικογενειακές του υποχρεώσεις; Εσείς έχετε τρεις κόρες και έχετε ομολογήσει ότι δεν τις ζήσατε., Είναι ανάγκη για έναν δημιουργό αυτό, πιστεύετε ότι προκειμένου να δημιουργήσει δεν μπορεί να κάνει αλλιώς;


Κοιτάξτε βλέπω τώρα τον εγγονό μου να μεγαλώνει και ομολογώ ότι αυτά δεν μπόρεσα να τα ζήσω με τα παιδιά μου. Υπήρξε πριν χρόνια περίπτωση που χρειάστηκε να παρατήσω τα πάντα καιν ασχοληθώ για έναν ολόκληρο χρόνο μόνο με την μικρή μου κόρη που ένιωθα ότι μπορούσα να τη χάσω. Ευτυχώς την κέρδισα.