Δευτέρα 30 Ιουλίου 2007

Στο Γέρμα της Μεγάλης Ζέστης


Ήθελα να .γραφα αυτά τα λόγια μέσα σε καταιγίδα
Να πάρει όλη τη σκόνη του ουρανού σαν αυτός ξερνά τη βροχή από τα σωθικά του
Να πάρω τούτο το μήνυμα να το δώσω σε ένα σκυλί.
Να αλυχτάει οχτώ μερόνυχτα
Κι ύστερα να τρέχει παγώνοντας στην καυτή καυτή άκρη του βράχου
Να το δώσω σε ποντίκια που ορμάνε απο του καραβιού την αποθήκη
Έπειτα από ταξίδι στο Σφαξ για να μη ντα πιάσει η μαλάρια
Να το λαμπαδιάσω μπρος σε ένα πρεζόνι που θα χει χύσει το μυαλό σ΄ ενα κουτάλι
Να το περάσω μέσα από τα κόκκαλα ενός διάφανου Καίσαρα
Καθώς θα βλέπει το κοινό να στρέφει κάτω τον αντίχειρα
'Ηθελα τούτα τα λόγια να τα δει ένας μίζερος γρουσούζης Λυκειάρχης
Που θα χαστουκίζει κάθε όνειρο και κάθε παράγραφο
Να τα διαβάσαει η νυφίτσα που καρβουνιάζει τα μάτια της
Για να γίνει μεσονύχτι το καταμεσήμερο

Μα πιότερο καλά να τα διαβάσουν αναίμακτα
Τα ματωμένα μάτια ανθρώπων απ΄το γένος των Λύκων
Να δούν τη ζωή τους να χορεύει ταγκό
Και να βυθίζεται στην άβυσσο του Ουρανού
Βγάζοντας με αναίδεια τη γλώσσα στην κατάθλιψη του τέρατος
Σε εκείνη τη γενιά των Λύκων που μπορούν αλλά δεν θέλουν να 'ναι μόνοι
Και να μην ξέρουν πόσο Άνθρωποι είναι
Κάθε που φυσά ο αέρας στις τέσσερις η ώρα
Και θα τους παίρνει το φεγγάρι πριν το θηλάσουν
Οι Λύκοι και οι Λύκαινες...

Τα σέβη μου

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ή αντίστοιχα οι Άνθρωποι να αγνοούν το Λύκο που κρύβουν μέσα τους ...